Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Παρέμβαση Νίκου Κοτζιά στη συζήτηση για το Κυπριακό στη Βουλή των Ελλήνων (11/7/16)

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ (Υπουργός Εξωτερικών): Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Ξέρετε ότι είμαι και στην κοινοβουλευτική μου παρουσία λιγομίλητος, ως οφείλει να είναι ένας Υπουργός Εξωτερικών. Αλλά αφού έχουμε θέμα του αντικειμένου μου, επιτρέψτε μου να πω ορισμένα πράγματα.
Πρώτα απ’ όλα, θέλω να ευχαριστήσω τα κόμματα για τη στάση που κράτησαν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και που έδωσαν τη δυνατότητα οι πλάτες της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας να είναι καλά στημένες, χωρίς ανασφάλειες και χωρίς αμφιβολίες για το πώς βλέπει η πλειονότητα των Ελλήνων αυτή τη διαπραγμάτευση. Θέλω να τους ευχαριστήσω όλους και επισήμως από αυτό το Βήμα.
Επίσης, θέλω να σας πω ότι σήμερα το πρωί έχουμε το πρώτο σχέδιο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ προς το Συμβούλιο Ασφαλείας. Είναι το σχέδιο που έχει υποβάλει. Σ’ αυτό έχει τρεις ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις:
Πρώτον, αναφέρει ότι η Διάσκεψη της Γενεύης σηματοδότησε ένα ιστορικό και αποφασιστικό στάδιο κατά τις συνομιλίες -δεν κάνει αξιολόγηση δηλαδή, ότι απέτυχε ή ότι δεν θα συνεχιστεί- και θεωρεί ότι ήταν η πρώτη φορά που οι δύο κοινότητες και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις συναντήθηκαν, προκειμένου να συζητήσουν κεφάλαια ασφάλειας και εγγυήσεων. Είναι η παράγραφος 4 του σχεδίου για το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Στην ίδια παράγραφο λέει ότι είναι μεγάλο βήμα που αναδείχθηκε στην ίδια τη διαπραγμάτευση το θέμα των εγγυήσεων και στην παράγραφο 42 υπογραμμίζει ότι ο Οργανισμός παραμένει στη διάθεση των μερών, δηλαδή όλων εμάς που συμμετείχαμε, στο πλαίσιο του ρόλου του για να διευκολύνει την παραπέρα διαδικασία του Κυπριακού. Μας δίνει, δηλαδή, ανοιχτό δρόμο για να συνεχίσουμε να παλεύουμε για μια ορθή και σωστή λύση του Κυπριακού.
Δεύτερον -και αυτό θα το καταθέσω στα Πρακτικά-, η παράγραφος 21 της τελευταίας Συνόδου Κορυφής της Ευρώπης είναι αποκλειστικά αφιερωμένη στο Κυπριακό, μετά από μια συζήτηση που προκάλεσε ο Πρόεδρος της Κύπρου και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας στο ίδιο το Συμβούλιο της Συνόδου Κορυφής. Το καταθέτω, γιατί υπήρξε ένα ερώτημα για ποιον λόγο ο Πρωθυπουργός δεν ασχολήθηκε με αυτό το ζήτημα. Υπάρχει γραπτώς. Είναι η παράγραφος 21, των συμπερασμάτων.
(Στο σημείο αυτό ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Νικόλαος Κοτζιάς καταθέτει για τα Πρακτικά το προαναφερθέν έγγραφο, το οποίο βρίσκεται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής)
Επίσης, φροντίσαμε η Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι παρατηρητής για πρώτη φορά σε αυτήν την πενταμερή Διάσκεψη.
Και τρίτον, μπορέσαμε να έχουμε εκφρασμένη τη θέληση και γνώμη κατά τις διμερείς συναντήσεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση η Ευρωπαϊκή Ένωση να δεχτεί παρεμβατικά δικαιώματα στο έδαφός της, σε κράτος μέλος, που διεκδικούσε και απαιτεί η Τουρκία. Αυτά τα δυο κείμενα για τα διευκρινιστικά.
Τώρα θα σας πω τις σκέψεις μου. Αυτό το μάθημα που έβγαλα για τον εαυτό μου, διότι όλοι πρέπει να μαθαίνουμε, είναι ότι μια καλά σχεδιασμένη και επίμονη διαπραγμάτευση, σε συνδυασμό με την ισχυρή συνεργασία με την Κυπριακή Κυβέρνηση -και έχουμε πέντε φορές τον κ. Αναστασιάδη να επαναλαμβάνει χθες στη συνέντευξη Τύπου πόσο ισχυρή και σταθερή ήταν αυτή η συνεργασία-, μας δίνει τη δυνατότητα να προωθήσουμε μια ατζέντα διαφορετική απ’ ό,τι ήταν οι διαπραγματεύσεις του Κυπριακού στο παρελθόν.
Επίσης, όταν έχεις τεκμηριωμένες θέσεις, γραπτές και προφορικές και τις προωθείς και τις διεκδικείς, είναι πιο εύκολο να γίνει κατανοητή η άποψή σου. Από αυτήν την άποψη, στις δύο Συνθήκες του Λονδίνου και της Ζυρίχης που αφορούν την Ελλάδα, διότι συνυπέγραφε, προτείναμε για μεν τη Συνθήκη των Εγγυήσεων, έναν μηχανισμό εφαρμογής και εποπτείας της κατάργησης της Συνθήκης των Εγγυήσεων και της απομάκρυνσης των τουρκικών στρατευμάτων, την οποία πρόταση επεξεργάστηκε και προσωπικά κατόπιν με τις προτάσεις της Κύπρου και τις δικές μας ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ και ήταν η πρόταση με την οποία προσήλθε την Πέμπτη προς την Παρασκευή το βράδυ στην τελική διαπραγμάτευση, όπου εκτέθηκε από την υποκρισία και τη διγλωσσία της Τουρκίας. Διότι η Τουρκία στις συναντήσεις που είχε με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ υποσχέθηκε να αποδεχτεί συμβιβαστικές λύσεις και όταν ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ στις πρωινές ώρες -στις 2.00 το πρωί- ενώπιον της άρνησης της Τουρκίας να υποβάλει γραπτώς τις προτάσεις που του είχε διατυπώσει, ανέλαβε να τη διατυπώσει ο ίδιος σε μια παράγραφο, η Τουρκία αρνήθηκε ότι είχε κάνει καν τέτοια συζήτηση με τον Γενικό Γραμματέα, απέσυρε την όποια συμβιβαστική της πρόταση και υποχρέωσε επιτόπου τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να δηλώσει ότι «αυτή η Διάσκεψη τελειώνει, διότι η Τουρκία άλλα μου είπε, άλλα λέει εδώ και παίρνω πάνω το βάρος ότι παρανόησα τις προτάσεις της Τουρκίας».
Κατά συνέπεια, δεν το βρίσκει εξαιρετικά ευγενικό, όταν υπάρχει πάρα πολύ σαφής διατύπωση του Γενικού Γραμματέα, να τίθενται αυτές στην ελληνική Βουλή υπό αμφισβήτηση.
Επίσης, όσον αφορά τη Συνθήκη Ασφάλειας, η οποία έχει δύο παραρτήματα, σας θυμίζω ότι η Συνθήκη Ασφάλειας λέει ότι τα στρατεύματα Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας μπορεί να είναι εννιακόσια πενήντα και εξακόσια πενήντα αντίστοιχα, ότι πρέπει να είναι σε κοινό στρατηγείο κι ότι πρέπει να βρίσκονται υπό εκ περιτροπής διοίκηση Κύπρος πρώτον χρόνο, Ελλάδα δεύτερο, Τουρκία τρίτο. Κι όταν ερωτήθηκαν οι Τούρκοι τι εννοούν με συνθήκη ασφάλειας σε αυτό ακριβώς το περιεχόμενο, δεν ήταν σε θέση ούτε καν να συμφωνήσουν με το ίδιο τους το αίτημα, να διατηρηθεί αυτή η Συνθήκη και να μην αποσυρθεί ο στρατός τους, διότι δεν είχαν ακριβή εικόνα του τι σήμαινε. Υιοθέτησε ο ΟΗΕ -κι αυτό πάλι χάριν στη διαπραγματευτική μας τακτική-, την πρότασή μας για ένα σύμφωνο φιλίας, το οποίο θα κρατάει ζωντανές τις πολιτισμικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές, μορφωτικές σχέσεις ανάμεσα στις τρεις χώρες, Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρο, αλλά θα καταργεί κάθε δυνατότητα επέμβασης οποιουδήποτε και κάθε τέτοια στρατιωτική πτυχή που θα διευκόλυνε σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Δεύτερον, θέλω να σημειώσω ότι αυτή η πολιτική μας μ’ αυτές τις προτάσεις μας είχε στιγμές που είχε τη συντριπτική πλειοψηφία μέσα στη Διάσκεψη. Ακόμα και οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να τις υιοθετήσουν. Ακόμα και ο ΟΗΕ και η Ευρωπαϊκή Ένωση τις υποστήριξαν. Είναι η πρώτη φορά που οι Τούρκοι βρέθηκαν σε διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό μόνοι τους και αυτό το θεωρώ σημαντικό βήμα, διότι χάρη σ’ αυτό το σημαντικό βήμα μπήκε πλέον στην ατζέντα του Κυπριακού και είναι κεκτημένο το ότι η Κύπρος πρέπει να γίνει ένα κανονικό, φυσιολογικό κράτος, δηλαδή χωρίς ξένα στρατεύματα και ξένες εγγυήσεις.
Πρέπει να σας πω με ικανοποίηση ότι αυτή η διατύπωσή μας ότι η Κύπρος πρέπει να είναι ένα κανονικό κράτος έγινε αποδεκτή και υιοθετήθηκε από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Εδώ δεν χρειάζεται, δηλαδή, να κάνουμε πολλές ερμηνείες ή να ακούμε τους συγκεκριμένους καλοθελητές, που έχουν άλλου είδους σχέσεις με κανάλια που αφορούν το Κυπριακό, οι οποίοι συναντιόνταν τα βραδινά με συγκεκριμένο άνθρωπο από τον ΟΗΕ, ενάντια στη θέληση του Γενικού Γραμματέα, αλλά πρέπει να παρακολουθούμε τι ακριβώς είπε ο Γενικός Γραμματέας, ότι δηλαδή πρέπει να φύγουν τα τουρκικά στρατεύματα, ότι πρέπει να σταματήσουν τα παρεμβατικά δικαιώματα, ότι πρέπει να υπάρξει ένα σύμφωνο φιλίας και πρότεινε ο ίδιος έναν μηχανισμό παρακολούθησης όλων αυτών.
Έχει σημασία αυτό, γιατί στη διαπραγμάτευση οι Τούρκοι αναγκάστηκαν κάτω από τη δική μας επιμονή να εξηγήσουν τι τα θέλουν όλα αυτά. Ο Τσαβούσογλου επί ώρες έλεγε: «Τα έχω εξηγήσει στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ». «Τι το θέλετε, κύριε Τσαβούσογλου, το δικαίωμα παρέμβασης;». Στο τέλος είπε: «Να σας πω τι το θέλω: Για να μπορεί η Τουρκία να επεμβαίνει όποτε θέλει και όποτε χρειαστεί». «Πώς να επεμβαίνει;». «Στρατιωτικά». Αυτά δεν είναι ευκαιρίες. Αυτές είναι αποκαλύψεις.
Είναι, επίσης, αποκάλυψη ότι όταν ο Πρόεδρος Αναστασιάδης επέμεινε στον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών να του πει τελικά γιατί είναι τόσο ευέλικτος όπως περιέγραφε και αν θέλει απλώς μια συμφωνία που να λέει «όσον αφορά τον τουρκικό στρατό η Τουρκία θα είναι ευέλικτη, όσον αφορά τα εγγυητικά δικαιώματα η Τουρκία θα είναι ευέλικτη, όσον αφορά τις παρεμβάσεις η Τουρκία θα είναι ευέλικτη» -αυτό του έλεγε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης-, αναγκάστηκε να πει ότι η Τουρκία δεν θέλει να πάρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο, δεν θέλει να παραιτηθεί από τα δήθεν παρεμβατικά της δικαιώματα και ότι αυτά πρέπει να διατηρηθούν για δεκαπέντε χρόνια και μετά θα γίνει μια ανασκόπηση –review- για το κατά πόσο είναι ώριμα τα πράγματα για να φύγει ή όχι. Ήθελε, δηλαδή, στο new states of affairs, σε μία κατάσταση με νέες συνθήκες για την Κύπρο, να διατηρήσει όλα αυτά τα συμφέροντα και όλες αυτές τις δυνατότητες.
Εμείς δεν θέλαμε να επιρρίψουμε ευθύνες σε κανέναν. Πήγαμε εκεί γιατί θέλαμε να λύσουμε το πρόβλημα. Η απόδειξη τού ότι θέλαμε να λύσουμε το πρόβλημα είναι ότι για όλα τα ζητήματα είχαμε προετοιμάσει όλους τους εταίρους μας με τις συγκεκριμένες προτάσεις που είχαμε και με την υποστήριξη των αντίστοιχων της Κύπρου.
Πήγαμε, όμως, στη διαπραγμάτευση για το Κυπριακό με μία αρχή με την οποία φαίνεται ότι de facto δεν συμφωνούν όλα τα κόμματα. Ποια είναι αυτή η αρχή; «Τα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου, η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού δεν αφορά την Ελλάδα, διότι η Ελλάδα είναι μόνο εγγυήτρια δύναμη». Πέρα από συναισθηματισμούς και ιστορικούς δεσμούς, πέρα από το γεγονός ότι όλοι μας πολιτικοποιηθήκαμε στη γενιά μου χάρη και –πιο σωστά- εξαιτίας του Κυπριακού, η Ελλάδα δεν δικαιούται να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Κύπρου και όποτε το επιχείρησε στο παρελθόν, το πλήρωσαν ακριβά και η Κύπρος και ο κυπριακός λαός και ο ελληνισμός συνολικά.


Κατά συνέπεια, δεν είναι δουλειά της χώρας μας να αξιολογεί τη διαπραγμάτευση των εσωτερικών πτυχών του Κυπριακού και αυτό επίμονα το υποστηρίξαμε, διότι η επιδίωξή μας ήταν να κρατήσουμε την Τουρκία μακριά από την εσωτερική πτυχή, να αναγκάσουμε όλους να αποδεχθούν αυτό που ήθελε ο ΟΗΕ και που έκανε, ότι δηλαδή η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες, από τις οποίες η μία είναι ο ηγέτης ταυτόχρονα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεν ανακατευτήκαμε, λοιπόν, στην εσωτερική πτυχή. Αν στην ελληνική Κυβέρνηση γίνεται κριτική για οποιεσδήποτε συμφωνίες -που άλλοι θεωρούν καλές και άλλοι όχι- για την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχουν να κάνουν κριτική για την πολιτική που ακολουθήσαμε στα ζητήματα εγγύησης και ασφάλειας, για τον τρόπο που βάλαμε την Ευρωπαϊκή Ένωση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και για το γεγονός ότι ο ΟΗΕ για πρώτη φορά επίσημα δήλωσε με τα χείλη του Γενικού Γραμματέα του ότι στο Κυπριακό δεν μπορεί τρίτη χώρα να έχει παρεμβατικά δικαιώματα. Και αυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα.
Δεν είμαστε στην εποχή που μας κατηγορούσαν πριν από δεκαπέντε χρόνια ότι δεν θέλαμε λύση. Δεν είμαστε στην εποχή όπου εθεωρείτο αυτονόητο οι Τούρκοι να διατηρούν αυτά τα δικαιώματα. Είμαστε πια στην εποχή που πλην Τούρκων ουδείς θεωρεί αυτονόητο κάποιος να έχει στρατό σε τρίτη χώρα, παρά τη θέλησή της και κάποιος να μπορεί να παρεμβαίνει σε αυτήν.
Για να μπορέσουμε να πετύχουμε οτιδήποτε πετύχαμε με την αναβάθμιση αυτών των ζητημάτων, την απαλλαγή του ελληνοκυπριακού στοιχείου από τις ευθύνες και τον πόλεμο ευθυνών που γινόταν στο παρελθόν σε βάρος τους, αντιμετωπίσαμε από κοινού με την Κυπριακή Δημοκρατία όλα τα ζητήματα που ήταν ανοιχτά.
Είναι ολοφάνερο ότι δεν τέλειωσε το κυπριακό πρόβλημα μετά τη Διάσκεψη της Ελβετίας. Είναι ολοφάνερο ότι τα προβλήματα είναι εκεί και μας περιμένουν. Όμως, η διαπραγματευτική θέση της Κύπρου και της Ελλάδος είναι διαφορετική από ό,τι πριν από τη Διάσκεψη της Ελβετίας. Και η θεματολογία, η ατζέντα του Κυπριακού είναι διαφορετική. Έχει γίνει αποδεκτό ότι ο πυρήνας του είναι αυτό που είχε ξεχαστεί, δηλαδή οι εγγυήσεις και η ασφάλεια.
Θα δούμε τουρκικές προκλήσεις; Πιθανόν. Μη θεωρείτε ότι οι Τούρκοι είναι αήττητοι. Κοιτάξτε με τι ευκολία οι ισλαμιστές-τζιχαντιστές κατέστρεψαν μεγάλο μέρος του τουρκικού μηχανισμού μέσα στην ίδια τη Συρία και τα μεγάλα προβλήματα που έχει η τουρκική στρατιωτική μηχανή εκεί. Δεν υποτιμώ αλλά ούτε θέλω να υπερτιμώ κανέναν. Πρέπει κανείς να διαμορφώνει τις συμμαχίες του, να έχει την απαιτούμενη στρατηγική, να έχει κοινή συνεργασία με την Κύπρο.
Για αυτό την επόμενη Δευτέρα, μετά το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλες, θα βρεθεί στην Κύπρο η ίδια ελληνική αντιπροσωπεία που ήταν στην Ελβετία –πιο λίγοι βέβαια- για να κουβεντιάσει πώς θα πρέπει να συνεχίσουμε και να επιδιώκουμε τη λύση του Κυπριακού, πώς θα αξιοποιήσουμε τις σημερινές νέες δυνατότητες, αλλά και τα προβλήματα που ανακύπτουν, να συζητήσουμε για την τελωνειακή ένωση και την ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στην Τουρκία, να διαμορφώσουμε μια κοινή γραμμή πλεύσης με την Κυπριακή Δημοκρατία, να συζητήσουμε πώς θα αξιοποιηθούν οι νέες δυνατότητες που έχουμε για τη δημόσια διπλωματία και την επιδίωξη, να έχουμε υψηλές επαφές παντού στον κόσμο και να εξηγήσουμε τι πραγματικά συνέβη, ώστε με συγκεκριμένη την αλήθεια –γιατί η αλήθεια είναι πάντα συγκεκριμένη- να δυναμώσουμε το μέτωπο των δυνάμεων και από πλευρά μας αλλά και διεθνώς που επιδιώκουν μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Δηλαδή, μια λύση χωρίς στρατεύματα κατοχής, χωρίς συνθήκες «εγγυήσεις τρίτων», με τον κυπριακό λαό να αποφασίζει ο ίδιος. Και όταν λέω ο κυπριακός λαός να αποφασίζει ο ίδιος, εννοώ τις δύο κοινότητες και τις τρεις μειονότητες.
Η Ελλάδα στα δυόμισι χρόνια των διαπραγματεύσεων υπερασπίστηκε τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας, να νιώσει όσο το δυνατόν ότι το μέλλον της είναι σε αυτό το νησί, στη μεγαλόνησο. Διότι, οι Τουρκοκύπριοι είναι αυτοί που υπέστησαν την μπότα του τουρκικού στρατού και οι μισοί από αυτούς αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο εξωτερικό. Να δώσουμε το μέγιστο αίσθημα και τη δυνατότητα ασφάλειας σε όλο τον κυπριακό λαό, ιδιαίτερα στους Ελληνοκύπριους, αλλά να αποκαταστήσουμε και τα δικαιώματα των τριών μειονοτήτων που είναι καθήκον μας και αυτούς να τους παίρνουμε υπόψιν μας στην ίδια την Κύπρο.
Θα σας θυμίσω κάτι που το είπα στον Γενικό Γραμματέα. Στο μέλλον στην Κύπρο μπορεί να υπάρξουν πολίτες που να θέλουν να ονομάζονται μόνο Κύπριοι. Έχουμε δει τις νομικές υποθέσεις με τη Βοσνία σε αυτήν την υπόθεση. Θα πρέπει και σε αυτό να είμαστε προσεκτικοί, διότι η δημοκρατία στην Κύπρο πρέπει να είναι δημοκρατία των κοινοτήτων, αλλά και δημοκρατία των πολιτών που έχουν τα δικά τους ατομικά συμφέροντα.
Ευχαριστώ πολύ.

Από τα πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων

ΙΖ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ), Σύνοδος: Β΄Σύνοδος, Συνεδρίαση: ΡΝ' (11/7/17).

Δεν υπάρχουν σχόλια: