Περί Δημοσιογραφίας

Η δεοντολογία του άρθρου


Ευτυχώς που ζούμε σε τόπο όπου λειτουργούν τα δημοκρατικά θέσμια. Μπορούν όλοι να εκφραστούν ελεύθερα χωρίς το φόβο ότι κάποιος θα τους «κόψει». Ιδιαίτερα στα μη κομματικά, ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, εκεί όπου το ιδιοκτησιακό καθεστώς το επιτρέπει, υπάρχει ο αέρας της ελευθεροτυπίας και της ελεύθερης έκφρασης. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται από κάποιους ως η ευκαιρία ανάδειξης των απωθημένων τους και πρόταξης της «πικρής», προσωπικής εμπειρίας που μπορεί να αφορά μόνο τους ιδίους ή τον στενό περίγυρο τους.

Το κύριο άρθρο, τα παραπολιτικά σχόλια, η πολιτική γελοιογραφία, οι αναλύσεις και το χρονογράφημα αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της σύγχρονης, πολιτικής εφημερίδας. Το κάθε ένα από αυτά είναι κρίκος μιας αλυσίδας, που μαζί με τις αθλητικές και κοινωνικές στήλες συνθέτουν την επιτυχία της.

Πρωτοετείς σπουδαστές δημοσιογραφίας διδάσκονται αυτό που είπε ο κριτικός - δημοσιογράφος Ουόλτερ Λίπμαν, αναφερόμενος στην φιλοσοφία του φιλελεύθερου Τύπου: «Δεν αρκεί να αναφέρουμε τα νέα, αλλά, οφείλουμε να τα σχολιάζουμε και να τα εξηγούμε. Αυτό προϋποθέτει υψηλό επαγγελματικό επίπεδο». Ο σύγχρονος αρθρογράφος που υπηρετεί την ερμηνευτική δημοσιογραφία, έχοντας όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία, από τα διάφορα πόστα που υπηρέτησε στα ΜΜΕ, είτε εργάσθηκε στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, επιβάλλεται όπως τηρεί βασικές δεοντολικές αρχές.

Θα πρέπει να εκθέτει αντικειμενικά τα συμπεράσματά του, να δίνει το λόγο και στην άλλη άποψη, να έχει το θάρρος της παραδοχής των λαθών του, αλλά πάνω απ’ όλα δεν πρέπει να παρασύρεται από προσωπικά του αισθήματα και συμφέροντα. Ο σχολιογράφος του εντύπου, ο «κόλιουμνιστ» (ο έχων προσωπική στήλη), δεν πρέπει να κρύβεται πίσω από το μέσο που υπηρετεί για εκμετάλλευση προς ίδιον όφελος, αλλά οφείλει να σέβεται τον αναγνώστη.

Εν όψει προεκλογικής περιόδου τα πρώτα σημάδια μη τήρησης της δεοντολογίας άρχισαν να φαίνονται στον ορίζοντα, δια της μεθόδου της αποπληροφόρησης, «τεχνική», όπως αναφέρει ο δάσκαλος της δημοσιογραφίας Χρ. Πασαλάρης, «δε διδάσκεται σε κάνενα σχολείο δημοσιογραφίας». Γι’ αυτό την αναλαμβάνουν οι έμπειροι, οι διαπρύσιοι κύρηκες, που ενίοτε ξεχωρίζουν για τη σεμνοτυφία, αλλά ειρωνευόμενοι, φτάνουν στα όρια του αυτοσαρκασμού, προκειμένου να πείσουν τον τηλεθεατή ή τον αναγνώστη, πετάνε και ένα σικ εν παρενθέσει, εν είδει στάχτης, ώστε να ξεγελάσουν αυτό που ταλαντεύεται και που γνωρίζουν, a-priori, ότι επηρεάζουν.

Αυτό δεν είναι δημοσιογραφία! Η σκευωρία που φτάνει στο θάψιμο ανθρώπων και συνειδήσεων δεν είναι θεμιτή στα δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά γκεμπελική μέθοδος αποπροσανατολισμού και προπαγάνδας. Ο σύγχρονος σχολιογράφος διατυπώνει τις απόψεις του με εύσχημο και διανθισμένο από επιχειρήματα λόγο, χωρίς να προκρίνει την τάδε ή τη δείνα υποψηφιότητα επειδή αυτό επιβάλλουν τα βιώματά του. Καθήκον του είναι να αναδείξει τα θετικά αλλά και τα αρνητικά μιας υποψηφιότητας όπως αυτά διεφάνησαν από τον πολιτικό βίο και τη διαδρομή ενός εκάστου των υποψηφίων.



Κυριάκος Σ. Κολοβός



http://www.simerini.com.cy/nqcontent.cfm?a_id=307748
http://www.typos.com.cy/nqcontent.cfm?a_id=73198




Δημήτρης Αντρέου: Ο Κύπριος χρονογράφος


Τον έχουν χαρακτηρίσει «πατέρα» του πολιτικού ρεπορτάζ στην Κύπρο, και οχι άδικα. Ο Δημήτρης Αντρέου ήταν εξ εκείνων των δημοσιογράφων στους οποίους στηρίκτηκε η τηλεοπτική δημοσιογραφία διότι εξέπεμπε επαγγελματισμό και συνέπεια, στον τρόπο παρουσίασης των θεμάτων που πραγματευόταν, η όποια εκπομπή του. Πάντα ήταν προετοιμασμένος και «διαβασμένος» για το λειτούργημα που επιτελούσε.

Πέραν της τηλεοπτικής του παρουσίας κατάφερε να αναδείξει και το πηγαίο ταλέντο που είχε στον γραπτό λόγο. Το αστείρευτο ταλέντο, η δημοσιογραφική του κατάρτιση και η πιστή χρήση των κανόνων συγγραφής τού προσέδιδαν κύρος και ειδικό βάρος στα όσα γραπτώς κατέθετε.

Πολλές φορές, ο τρόπος με τον οποίο ανέπτυσσε διάφορα θέματα μάς έβρισκε σε άλλο στρατόπεδο σκέψης και δράσης. Η τεχνική, όμως, που ακολουθούσε για να καταγράψει τις εμπειρίες του, να ξεδιπλώσει τις ενδόμυχες σκέψεις του ήταν μοναδική∙ τεχνική που θα μπορούσε να διδάσκεται σε σχολές δημοσιογραφίας ή ακόμα και σε μαθητές Λυκείου.

Το χρονογράφημα, όπως το ονόμαζε- και έτσι ήταν- είναι λογοτεχνικό είδος που μπορεί να βρίσκεται «εν κινδύνω» στις μέρες μας, ωστόσο, ο Δ. Αντρέου κατάφερε να το κρατήσει εν ζωή, στα κυπριακά δρώμενα, τα τελευταία χρόνια. Ο λόγος του πάντοτε ποιητικός, διανθισμένος από μεταφορές και συνυποδηλώσεις. Κατείχε το χάρισμα της προσέλκυσης του αναγνώστη, επιστρατεύοντας –ενίοτε καθ’ υπερβολή, αφού είναι στοιχείο του χρονογραφήματος- μέσα πειθούς, προς τέρψιν ή αντίδραση του δέκτη.

Ο εικονοπλαστικός λόγος του, η ποιητική λειτουργία της γλώσσας που χρησιμοποιούσε, τα ειρωνικά σχόλια, οι ερωταπαντήσεις, οι αντιθέσεις, ο σαρκασμός, ο αυτο-σαρκασμός του, η περιγραφή προσωπικών εμπειριών και η χρήση α΄ ενικού χρωμάτιζαν το κείμενό του: «Εγώ ο ταλαίπωρος», έλεγε ή «κι εγώ ο κατ’ εξακολούθησιν αφελής».

Ο βραχυπερίοδος λόγος του, με τις σύντομες, λιτές και απέριττες προτάσεις, η επιγραμματική διατύπωση, τόσο στην ανάπτυξη του κειμένου, όσο και στον εκάστοτε τίτλο που χρησιμοποιούσε, έκαναν τα μηνύματά του πιο εύληπτα για τον αναγνώστη. Η αποφυγή περίπλοκων σχημάτων που θα τον μπέρδευαν ή θα τον αποπροσανατόλιζαν, ο μη πειθιακός του λόγος και η διατήρηση της αρχής «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν», σε συνδυασμό με το παραστατικό και εμφαντικό του ύφος τον καθιστούσαν προσιτό και κατανοητό.

Οι ρητορικές ερωτήσεις που διατύπωνε, το εξομολογητικό του ύφος, που αρκετές φορές τον οδηγούσε σε δημόσια «συγγνώμη», ή αναγνώριση προσωπικών λαθών, δημιούργησαν μια ιδιαίτερη σχέση της στήλης του με τους αναγνώστες. Έχοντας την ακαδημαϊκή κατάρτιση και γνωρίζοντας πολύ καλά τις βασικές αρχές της δημοσιογραφίας, ανέπτυξε το χάρισμα της διέγερσης των συναισθημάτων του δέκτη και του δημιουργούσε τέτοια ερωτήματα ώστε να δει πέραν από το τετριμμένο και το προφανές. Ο λόγος του είχε συνοχή, λογική σύνδεση και αλληλουχία.

Αν στην Ελλάδα η Ελένη Βλάχου, ο Νίκος Πολίτης, ο Φρ. Γερμανός και εσχάτως η Ελ. Ακρίτα θεωρούνται από τους χρονογράφους εγνωσμένης αξίας, των αθηναϊκών φύλλων, ο Δ. Αντρέου πρέπει να θεωρείται ο σύγχρονος εκπρόσωπος τους είδους στην Κύπρο.



Κυριάκος Σ. Κολοβός