Περί Παιδείας

 


Μελέτη

«Μελέτα το παν» προέτρεπε ο σοφός Περίανδρος. Η μελέτη επί παντός επιστητού είναι το παν για το ανήσυχο πνεύμα το ανθρώπου; Ερώτημα θεμελιώδες. υπαρξιακό κατά μία έννοια που βρίσκεται στον αντίποδα του «πίστευε και μη ερεύνα». Αν συμφωνήσουμε με το φιλόσοφο Επίχαρμο ότι η μελέτη μάς χαρίζει περισσότερα από τα φυσικά ταλέντα, τότε το όποιο χάρισμα, από μόνο του, δεν λειτουργεί αν δεν στηριχθεί από την άσκηση. Ακόμα και το ‘επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως’ αν ασπασθούμε, τότε η επαναληπτικότητα εμπεριέχει την έννοια της αναμόχλευσης του δεδομένου, της συνεχούς και αδιάλειπτης τριβής μ’ ένα αντικείμενο με αμετάθετο στόχο την εμπέδωση.

Τα ακαδημαϊκά προσόντα, αποκλειστικά, ίσως να μην επαρκούν. Ο συνδυασμός τους, όμως, με την εμπειρία και τον αδιάκοπο εμπλουτισμό τους καθιστούν τον φορέα εν σοφία ποιηθέντα. Οι δύο έννοιες είναι αλληλοσυμπληρωματικές. Η απουσία της μιας καθιστά την άλλη λειψή, μειωμένης εμβέλειας. Βασικό συστατικό και των δύο είναι η μελέτη. Ο φοιτητής αν δεν ασκηθεί στο γνωστικό του αντικείμενο θα είναι ανεπαρκώς καταρτισμένος έχοντας ελλιπείς γνώσεις του επιστητού. ήτοι ημιμαθής. Ενώ, ο εκ πείρας έμπορος, μη έχοντας το επιστημονικό υπόβαθρο, θα εργάζεται κρίνοντας τα αλλότρια εξ ιδίων, έχοντας ως γνώμονα τη συμπεριφορά της αγοράς σε τοπικό επίπεδο. Έτσι, πιθανόν να μη μάθει ποτέ την αξία του ολιστικού και του μακροπρόθεσμου, στοιχεία που σαφώς θα τον όριζαν σε ευμενέστερη θέση.

Η επιτυχία, φυσικά, μιας θεωρίας ή μιας εφαρμογής κρίνεται κι από εξωγενείς παράγοντες. Ο εφευρέτης ή ο επινοητής δεν στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο εμπειρικό κομμάτι. Η πρωτοτυπία μιας ευρεσιτεχνίας, είναι δύσκολο, εκ των πραγμάτων, να γίνει κατορθωτή χωρίς την άμβλυνση του εδάφους, μέσω της εντρύφησης, της αέναης και της επίμοχθης μελέτης. Κατά τον Αριστοτέλη: «Μετά πόνου η μάθησις». Όταν καλούνται οι μαθητές να μελετήσουν ένα μαθηματικό, μη τυποποιημένο, πρόβλημα πρέπει να ανασύρουν ή να αναπτύξουν στρατηγικές αντιμετώπισης, αλληλουχία κινήσεων και προσέγγισή του μέσω συνδυασμένων μεθόδων επίλυσης. Το ταλέντο, οι πρότερες γνώσεις, η αποστήθιση και οι υποδείξεις ίσως να μην επαρκούν για να οδηγήσουν στο επιδιωκόμενο. Η ενάσκηση, όμως, και ο εκγυμνασμένος  τρόπος σκέψης, προσαρμοσμένος σε καταστάσεις χρονικής πίεσης, δημιουργούν τις συνθήκες ώστε το ευκταίο να καταστεί εφικτό.

Στην Ορθοδοξία η μελέτη των Γραφών θεωρείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας η προϋπόθεση της σωτηρίας της ψυχής του ανθρώπου. Ανάλογη αντιμετώπιση παρατηρείται στα ιστορικά φαινόμενα για τα οποία ο ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος κατέγραψε: «Ο λαός ο μελετών και γιγνώσκων την Ιστορία αυτού κρίνει πάντοτε ασφαλέστερον και ορθότερον… ». Ο μελετών, συνεπώς, καθίσταται ισχυρότερος στις προκλήσεις, έτοιμος ν’ απαντήσει, εκμεταλλευόμενος εποικοδομητικά το χρόνο που του παρέχεται, πριν και κατά τη διάρκεια επίλυσης του προβλήματος. Η προεργασία είναι εξίσου σημαντική και θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ. Οι εκ του προχείρου αναφορές παραπέμπουν σε εκτός προγράμματος ενέργειες που δεν είναι ίδιον αυτού που (προ)μελέτησε. Πειστικός στο τέλος της ημέρας είναι εκείνος που σαγήνευσε το ακροατήριο ή τους αναγνώστες του χρησιμοποιώντας ορθόδοξες μεθόδους μακριά από παραπλανητικές ατραπούς εμφορούμενες από λαϊκισμό.

Γι’ αυτό, λοιπόν, όσοι θητεύουν - μαθητές, φοιτητές ή ασκούμενοι- δεν πρέπει να υποβαθμίζουν τη μελέτη θεωρώντας ότι ο καιρός των διακοπών είναι νεκρός χρόνος, ευκαιρία αποχής από δραστηριότητες βελτίωσης του τρόπου σκέψης. Αντίθετα, η περίοδος αυτή προσφέρεται για αναδίπλωση, αυτοκριτική και κάλυψη δια της μελέτης των κενών που δημιουργήθηκαν προηγουμένως. Είναι το χρονικό διάστημα που θα καθορίσει την προετοιμασία και εν πολλοίς την επιτυχία της επόμενης περιόδου.

Κυριάκος Σ. Κολοβός



Άκης Κλεάνθους
Οφειλόμενος φόρος τιμής η αναφορά μας στο έργο του πολιτικού ανδρός που υπηρέτησε με πίστη και αφοσίωση, στα διάφορα αξιώματα που η ίδια η Πολιτεία τον έταξε, και στο πολυσχιδές έργο που επιτέλεσε προς δημόσιον όφελος. Η θήτευσή του στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ως απόρροια του θανάτου του Πεύκιου Γεωργιάδη και της κλήτευσής του από τον Τάσσο Παπαδόπουλο, μοιραία συνδέθηκε με την επιχειρούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Άνθρωπος χαμηλών τόνων αλλά με ισχυρή άποψη περί των θεμάτων με τα οποία καταπιανόταν, ο Άκης Κλεάνθους, επιζητούσε την ουσία. Σεβόταν τους συνομιλητές του και προσπαθούσε να λύσει τα όποια προβλήματα με συναινετικό πνεύμα και διάθεση συνεκτικότητας. Δεν ευνόησε τις προστριβές με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις ή τους οργανωμένους γονείς∙ αντίθετα ήταν σε διαρκή επικοινωνία, και σε αγαστή συνεργασία με την Εκκλησία και άλλους σημαντικούς φορείς του τόπου.
Αιωνία του η μνήμη και είθε τα όσα άφησε στο Υπουργείο Παιδείας να λειτουργούν ως φάρος αστείρευτου φωτός για τις δύσκολες μέρες που έπονται.

Κυριάκος Σ. Κολοβός
Γιατί διεξάγονται τα διαγωνίσματα (;)

Το πιο πάνω ερώτημα απασχολεί όλους όσοι εμπλέκονται με τον τομέα της Εκπαίδευσης. Η διεξαγωγή του διαγωνίσματος ποια σημασία έχει, ποιους σκοπούς εξυπηρετεί και, στο τέλος της μέρας, πού στοχεύει; Είναι η γραπτή εξέταση το μόνο μέσο που θα κατατάξει το διαγωνιζόμενο σε μια αδιάβλητη κλίμακα ικανή να προσδιορίσει κατά πόσον ένας μαθητής έχει την ικανότητα να αντεπεξέλθει σε ανάλογου τύπου μελλοντικές διαδικασίες; Όσο υπάρχουν διαγωνίσματα θα υπάρχει και η προσευχή εντός του σχολικού χώρου;

Ο καθένας, στις πλείστες των περιπτώσεων, αντιμετωπίζει το θέμα «διαγώνισμα» από διαφορετική σκοπιά: Ο εκάστοτε διδάσκων θα το χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο και ισχυρό επιχείρημα για την αξιολόγηση του μαθητή, ο διδασκόμενος ως μια δοκιμασία που να εξυπηρετεί το αίσθημα του «ευ αγωνίζεσθαι» ή μια ταλαιπωρία άνευ αντικρύσματος, οι δε γονείς, πιθανόν, ως μια εναγώνια προσπάθεια των παιδιών τους να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο η διαγνωστική διαδικασία να χρησιμοποιείται με τρόπο ώστε να παγιδεύσει τους εξεταζόμενους, χωρίς ουσιαστικά να εξυπηρετεί τους στόχους της. Όταν ο μαθητής καλείται να απαντήσει σε ορισμένα ζητήματα που αφορούν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο επιβάλλεται μέσα από τη διαδικασία να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερη γνώση που θα του δώσει την ώθηση να τα μετασχηματίσει και να τα διασυνδέσει μέσω ενός νοητικού σχήματος. Βασικά στοιχεία αυτού του τομέα και αναπόσπαστα κομμάτια αυτής της διαδικασίας είναι η επαναφορά βασικών - πυρηνικών γνώσεων και ο κατοπινός απολογισμός του διαγνωστικού μέρους. Δηλαδή, θεωρούμε σημαντικό τόσο την εκ των προτέρων προετοιμασία, που στηρίζεται στην ανάκληση της προηγούμενης γνώσης, αναγκαίας να στηρίξει τη νέα γνώση, όσο και τη μετα-διαγωνίσματος περίοδο που θα αποτελέσει την ικανή συνθήκη κατάληψης της μετα-γνώσης και την κάλυψη των κενών που ίσως παρέμειναν κατά τη διάρκεια του χρόνου διδασκαλίας.

Φυσικά, από την άλλη, θα λέγαμε ότι υπάρχει και ο «κατά φαντασία» βαθμός δυσκολίας που προέρχεται από τον διαγωνιζόμενο. Δηλαδή, όταν υπάρξει μια μικρή ή μεγάλη διαταραχή από το αναμενόμενο ακολουθεί μεμονωμένη ή καθολική αντίδραση. Πρόσφατα σε εξετάσεις που διενήργησε η Υπηρεσία Εξετάσεων για λογαριασμό κυβερνητικού τμήματος υπήρξαν αντιδράσεις για τα θέματα των μαθηματικών, γεγονός που ανάγκασε τον υπουργό Παιδείας να παρέμβει στο θέμα προκειμένου να υπερασπιστεί την αρμόδια υπηρεσία. Βλέποντας κάποιος ειδικός τα θέματα θα τα θεωρούσε ικανοποιητικά. Αυτό που άλλαξε άρδην τα δεδομένα ήταν ο απεγκλωβισμός του θεματοθέτη από τα στενά, τετριμμένα, προφανή και αναμενόμενα.

Από τη στιγμή που το ίδιο το σύστημα αξιολόγησης και ο τρόπος εισδοχής στα εγχώρια Πανεπιστήμια ή στα Ιδρύματα Ανώτατης Εκπαίδευσης της Ελλάδας στηρίζονται σ’ ένα εξετασιοκεντρικό σύστημα, μέσω των Παγκύπριων Εξετάσεων, εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων που λαμβάνονται υπόψιν ειδικές ικανότητες των διαγωνιζομένων, αναπόφευκτα και στα προηγούμενα επίπεδα το σύστημα να μην διαφέρει δραστικά. Κοντολογίς: Αυτό που έγραψες αυτό θα πάρεις διότι «Verba volant, scripta manent ». Συνεπώς, αφού τα γραπτά μένουν και η εκφορά του προφορικού λόγου αποτελεί «έπεα πτερόεντα» ο μαθητής και ο γονέας επικεντρώνονται στον τομέα της γραπτής αξιολόγησης, και όχι άδικα.

Αυτό που δεν έχει γίνει κατανοητό είναι ότι η ενασχόληση μ’ ένα αντικείμενο δεν είναι στατική αλλά ούτε και τοπική. Το δυστύχημα, στην κυπριακή περίπτωση, είναι ότι σχεδόν κανένας από τους συμβαλλόμενους στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν την αντιμετωπίζει μέσα από έναν ολιστικό φακό. Η έγνοια των μερών δεν είναι η κατάκτηση του όλου, μέσω μιας μακράς πνοής διαδικασίας, αλλά η κατάκτηση του πρόσκαιρου μέσω της βραχύβιας και θνησιγενούς πορείας. Έτσι ο διδάσκων πιεζόμενος από το φόρτο της ύλης θα ετοιμάσει ένα διαγώνισμα στα πλαίσια των όσων δίδαξε για σκοπούς αξιολόγησης και ο μαθητής θα πιεστεί στα πλαίσια αυτού του κεφαλαίου να μάθει και να καταγράψει όσα περισσότερα γίνεται προκειμένου να κατακτήσει τον υψηλότερο βαθμό.

Βεβαίως δεν ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει ο ιδανικός τρόπος αξιολόγησης που παράλληλα να επιτυγχάνει τη διασύνδεση της παλιάς γνώσης με την καινούρια καθώς και τον μετασχηματισμό της. Είναι δυνατόν όμως μέσα από την ανάθεση εργασιών να βοηθηθεί ο διδασκόμενος να δει παραπέρα απ’ αυτό που το σχολικό βιβλίο ή το βοήθημα του προσφέρει. Αν στον κλάδο των Μαθηματικών, και βάσει του υπάρχοντος αναλυτικού προγράμματος, οι Μιγαδικοί Αριθμοί αποτελούν ένα ξεκομμένο κομμάτι της διδακτέας ύλης των παιδιών, που έχουν επιλέξει το μάθημα ως μάθημα κατεύθυνσης, εντούτοις η κατοπινή εισδοχή των σημερινών μαθητών σε Πολυτεχνικές Σχολές ή σε κάποιες των Θετικών Επιστημών δείχνει το μέγεθος των κενών αυτών. Συνεπώς, αν το ίδιο το σύστημα δεν προσφέρει τα αναμενόμενα, αλλά τ’ αναγκαία και όχι τα ικανά, επαφίεται στον εκπαιδευτή να το πράξει, δεδομένου ότι και ο ίδιος έχει το ανάλογο υπόβαθρο για να αρθεί στο ύψος των υπό εξέταση περιστάσεων.


Ο παρεμβατισμός


Πριν από 3 χρόνια, σε συνέδριο που διεξήχθη στη Λευκωσία και αφορούσε θέματα Παιδείας, Έλληνας ακαδημαϊκός που διδάσκει σε γαλλικό πανεπιστήμιο διερωτήθηκε «πώς είναι δυνατόν το κυπριακό σύστημα αξιολόγησης να παράγει τόσους πολλούς άριστους» και συνέχισε: «Στη Γαλλία ένας μαθητής ή φοιτητής για να κατακτήσει το ‘Άριστα’ πρέπει να είναι πολύ μπροστά». Πραγματικά, αυτό που συμβαίνει με τις βαθμολογίες στα δικά μας σχολεία είναι φαινόμενο προς διερεύνηση. Υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να ακολουθούσαμε μια κανονική κατανομή τύπου «Gauss», μ’ έναν λογικό μέσο όρο, μια φυσιoλογική διασπορά και αντίστοιχα οι βαθμοί των μαθητών να κινούνταν σύμφωνα μ’ αυτή την κατανομή. Αντίθετα, παρατηρούμε υψηλότερες του κανονικού βαθμολογίες κατά τη διάρκεια της φοίτησης και χαμηλότερες στις εξετάσεις.

Ακόμη και στο επίπεδο των Παγκύπριων Εξετάσεων παρατηρούνται διάφορα φαινόμενα. Κατανομές με διπλές κορυφές και την παρεμβολή των εξισορροπιστικών μέτρων της «αναγωγής» προκειμένου το σύστημα να λειτουργήσει δικαιότερα. Γι’ αυτό αρκετοί πέφτουν από τα σύννεφα όταν ενημερωθούν για το βαθμό των τελικών εξετάσεων αναφωνώντας το κλασικό, κυπριακό ερώτημα: «Μα πώς γίνεται; Αφού ήταν άριστος; Στα τρίμηνα (νυν τετράμηνα) είχε 20!».

Η πιο πάνω έκπληξη διαζωγραφίζει την νοοτροπία μιας ολόκληρης κοινωνίας που έχει εθιστεί στην «αριστεία». Το «Αιέν αριστεύειν» είναι θεμιτό. Δεν μπορεί να γίνεται όμως αυτοσκοπός ή σκοπός που να αγιάζει όλα τα μέσα. Οι μέθοδοι που αναπτύσσονται σε μια μικρή κοινωνία, όπως η κυπριακή, για κατάκτηση της «αριστείας» είναι πολυεπίπεδες∙ από την απλή πίεση του ίδιου του μαθητή ή του γονέα προς τον καθηγητή-βαθμολογητή, μέχρι την παρέμβαση προς τη διεύθυνση του σχολείου ή ανώτερων κλιμακίων προς αυτή την κατεύθυνση.

Επομένως, δύο μπορεί να είναι τα τινά: Ή πλάθουμε μαθητές βαθμοθήρες ή προσπαθούμε να δημιουργήσουμε όντα που να σκέφτονται τη συλλογικότητα μέσα από την προσωπική τους επιτυχία, ακόμη και μέσω των διαγωνισμάτων, δημιουργώντας συνθήκες ευγενούς άμιλλας. Αν αυτό ακούγεται οξύμωρο καλό είναι να ανατρέξουμε στην Ιστορία των Επιστημών. Εκεί θα εντοπίσουμε πλειάδα επιστημόνων που κατά τη διάρκεια της δικής τους μελέτης ή της προσπάθειας να απαντήσουν ερωτήματα που έθετε η παγκόσμια κοινότητα κατάφεραν να σφραγίσουν τα ερωτήματα αυτά διασυνδέοντάς τα μια για πάντα με το δικό τους όνομα.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Εκπαιδευτική Αλλαγή"

Κυριάκος Σ. Κολοβός


Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου;

Αν θεωρήσουμε ότι η γλώσσα είναι από τα ισχυρότερα μέσα έκφρασης του ανθρώπου, που τον κάνουν διακριτό μεταξύ πολλών άλλων, τότε, δικαιολογημένα, ο προβληματισμός τού Ελύτη μπορεί να θεωρηθεί υπαρξιακός. Γι’ αυτό, άλλωστε, το ποίημα «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», από την ποιητική συλλογή «Άξιον Εστί»- στο οποίο ανήκει ο τίτλος του γραπτού μας- θεωρείται από τα πλέον γνωστά για την έκφραση της ανησυχία για την εξέλιξη της Γλώσσας, αλλά και για την ευθύνη που ο ίδιος ο ποιητής φέρει ώστε αυτό που κληρονόμησε από... τον Όμηρο, να το κληροδοτήσει αλώβητο και ισχυρότερο στις επόμενες γενιές («Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...»).

Ο προβληματισμός του Ελύτη είναι διαχρονικός και πρέπει να μας απασχολεί αδιάλειπτα. Στο ίδιο μήκος κύματος η ανησυχία του Διονύσιου Σολωμού: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Η γλώσσα κινδύνευε όταν υπήρχε γενικότερα μια έκρυθμη, σε ό,τι αφορούσε την επιβίωση του Ελληνισμού, κατάσταση. Πέρασε μέσα από τις συμπληγάδες των κατακτητών, των σφετεριστών και των πολιτιστικών τυχοδιωκτών που προσπάθησαν να τη δηώσουν με απώτερο σκοπό τον πολιτιστικό εκμαυλισμό και τον εθνικό εξευτελισμό. Αν και στις μέρες μας, στον ελλαδικό χώρο, δεν παρατηρούνται ανάλογες συνθήκες, εντούτοις, τα έργα και ημέραι των υπεύθυνων για τα ζητήματα αυτά δεν δηλούν τη δέουσα ανησυχία στον τομέα αυτό.

Η ελληνική, η οποία αποτελεί μέρος των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, μετά την ανεξαρτητοποίησή της από αυτόν το σκληρό πυρήνα, επανήλθε ώστε να συνδράμει την κατασκευή και λειτουργία των λατινικών και των σλαβικών γλωσσών. Τους δύο προηγούμενους αιώνες, στην Ελλάδα, έκανε πολύ έντονη την παρουσία του το «γλωσσικό» ζήτημα καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ «καθαρευουσιάνων» και «δημοτικιστών» έγινε μέγα ζήτημα με πολιτικές προεκτάσεις που δίχασε τη χώρα σε δύο στρατόπεδα. Χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ δύο πανεπιστημιακών, που ανήκαν στις αντίπαλες πλευρές.

Δημοτικιστής: Να σκάσουν οι οχτροί μας!
Καθαρευουσιάνος: Σκασάτωσαν!

Ο Σεφέρης στο κείμενό του με τίτλο «Ελληνική Γλώσσα» (1937) αναφερόμενος στον πιο πάνω προβληματισμό σημειώνει εμφαντικά: «Το μόνο μέσο που βρίσκεται στη διάθεσή μας για να εκφράσουμε τη σκέψη [...] είναι αυτή η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας, και που δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική μήτε τα "νεοελληνικά", αλλά η σημερινή ελληνική γλώσσα».

Το γλωσσικό ζήτημα, λύθηκε το 1976 μετά από νομοθετική ρύθμιση. Παρατηρούμε ότι στα πλαίσια της γενικότερης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, σε μεταπολιτευτικό επίπεδο, εντάχθηκε στις γενικότερες αλλαγές που επήλθαν στην Ελλάδα. Η πτώση της χούντας, η κατάργηση της βασιλείας, η προσπάθεια εκδημοκρατισμού και διαφυγής από τον υπέρμετρο συντηρητισμό επέβαλαν τη δημοτική (ή δημώδη), την καθομιλουμένη, ως εξέλιξη της Κοινής. Αν και η καθαρεύουσα είχε ως αποστολή τη χρήση αμιγώς ελληνικών λέξεων και τον παραγκωνισμό των όποιων ξενικών είχαν παρεισφρύσει στο ελληνικό λεξιλόγιο, εντούτοις, οι προσπάθειες για καθιέρωσή της δεν τελεσφόρησαν. Γι’ αυτό όσοι λογοτέχνες – ποιητές (π.χ. Ψυχάρης), δημοσιογράφοι (π.χ. Πασαλάρης) χρησιμοποιούσαν δημοτική εν καιρώ επικράτησης της καθαρεύουσας, θεωρούνταν επαναστάτες, ιδεολόγοι και προοδευτικοί.

Το κυριότερο αρνητικό που μπορεί κανείς να διακρίνει, με τον παραμερισμό της καθαρεύουσας, είναι ότι επήλθε μια αταξία στον προφορικό, περισσότερο, λόγο. Η παρατήρηση αυτή γίνεται εντονότερη αν ανατρέξει κανείς σε αρχεία που αφορούν τις δεκαετίες πριν το 1980. Ανασκοπώντας το φαινόμενο, από τα ψηφιακά αρχεία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών ή ακόμα και των εφημερίδων πώς οι πολιτικοί έχουν απλοποιήσει το λεξιλόγιό τους και πώς οι τεχνοκράτες εκφράζονται προκειμένου να γίνουν πιο προσιτοί, εξάγουμε αβίαστα το συμπέρασμα ότι η απλοποίηση προσεγγίζει την υπέρ-απλούστευση που είναι επίσης επικίνδυνη για τη λήψη των επιδιωκόμενων μηνυμάτων.

Έρευνες που γίνονται κατά καιρούς, από επιστημονικούς φορείς (βλ. Μετσόβιο Πολυτεχνείο κλπ), με τα ίδια κριτήρια στάθμισης, προκειμένου να μην αλλοιώνονται ποιοτικά οι προς διερεύνηση παράμετροι, καταδεικνύουν ότι το εύρος του λεξιλογίου των Νεοελλήνων συρρικνούται από δεκαετία σε δεκαετία, με αποτέλεσμα σήμερα να χρησιμοποιούνται κατά μέσο όρο μερικές εκατοντάδες διαφορετικών λέξεων. Η γλώσσα διατρέχει διάφορους κινδύνους: Στο καθημερινό μας λεξιλόγιο έχουν επικρατήσει κάποιες βασικές λέξεις που μας επιτρέπουν τη συνεννόηση, στο περίπου, με τους γύρω μας. Οι ξένες λέξεις τείνουν να αλλοιώσουν και να αντικαταστήσουν τις ελληνικές, με αποτέλεσμα στα κατοπινά χρόνια να χρειάζεται , ίσως, να τις χρησιμοποιούμε σε μορφή αντιδανείου. Οι λέξεις και οι φράσεις αργκό δίνουν μια νέα, μεταμοντέρνα μορφή στη γλώσσα που έχει την αξία ενός κώδικα που είναι έωλος και ανυπόστατος από ετυμολογικής και σημασιολογικής σκοπιάς.

Τι απαντάται στην Κύπρο

Η κατάσταση στην Κύπρο δε θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Ίσως να είναι χειρότερης μορφής εν σχέσει με την κρατούσα κατάσταση στον ελλαδικό χώρο. Η «ανισσοροπία» μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου σε συνδυασμό με την ξενομανία, που παρατηρείται στη χρήση του προφορικού λόγου, δημιουργούν στους περισσότερους πρόβλημα επικοινωνίας δια της γραπτής οδού. Όπως έχει γράψει πολλές φορές ο έγκριτος δημοσιογράφος Σ. Ιακωβίδης έχουμε μετατραπεί σε κοινωνία του ‘χαλόου’ και του ‘θένκου’.

Η συζήτηση για τη σωστή χρήση της ελληνικής αναπτύσσεται, ως επί το πλείστον, άμα τη ανακοινώσει των αποτελεσμάτων των Νέων Ελληνικών. Τότε αντιλαμβανόμαστε ως κοινωνία ότι υφίσταται σοβαρό πρόβλημα λεξιπενίας και αλαλίας, εξαιτίας του χαμηλού μέσου όρου που επιτυγχάνει το σύνολο των διαγωνιζόμενων. Προσπαθούμε κάθε φορά να αναλύσουμε τα αίτια, γυροφέρνουμε το θέμα για μια-δυο εβδομάδες και η επόμενη φορά που ανακύπτει και αναζοπυρώνεται η συζήτηση είναι στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της επόμενης χρονιάς.

Είναι φυσικό μια κοινωνία που σπάζει τα νούμερα τηλεθέασης, «μορφώνεται» από τις διάφορες τηλεοπτικές σειρές (σίριαλ) και τηλενουβέλες και σχηματίζει γνώμη παρακολουθώντας «κακά» τηλεοπτικά δελτία ειδήσων ή τα δελτία παραειδήσεων και παραπληροφόρησης, τα αποκυήματα των μεσημβρινών κουτσομπολίστικων εκπομπών, να είναι επιρρεπής στα νεόφερτα και ξενόφερτα ακούσματα. «Μου τη σπας αλλά κάτσε μη φρικάρω που θα σε φάω στη μάπα». Αυτό αποτελεί ένα δείγμα πώς οι κουβέντες που ειπώνονται στα στέκια των Αθηνών, και όχι μόνον, δια του μιμητισμού και του πιθηκισμού φτάνουν μέχρι και την Κύπρο.

Στον αντίποδα, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτός ο συγχρωτισμός, είτε δια ζώσης είτε μέσω των ΜΜΕ, έχει τα θετικά του στοιχεία: Θυμόμαστε ότι τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκαν τα κινητά τηλέφωνα η ορολογία που κατά κόρον χρησιμοποιείτο στην Κύπρο, για τον προσδιορισμό τους, ήταν «μόπαϊλ» (mobile). Με το πέρασμα του χρόνου η επίδραση από την Ελλάδα έφερε, αναφανδόν, αποτελέσματα∙ μια ελάχιστη μειοψηφία χρησιμοποιεί πλέον την ξενική ορολογία καθώς οι πλήστοι κάνουν «χρήση» του κινητού τους.

Παιδεία και Οικογένεια

Η διατήρηση και ενίσχυση της Γλώσσας είναι πρώτιστα θέμα Παιδείας. Το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα έχει το δικό του ρόλο να επιτελέσει, αλλά όσες τροποποιήσεις και να γίνουν, στο μορφωτικό πεδίο που η Πολιτεία προσπαθεί να δημιουργήσει, αν ο ίδιος ο άνθρωπος δεν αυτενεργεί στη μόρφωση και στην επιμόρφωση, δε διαβάζει, δε συζητά, δεν μπαίνει στη βάσανο της ολοκλήρωσης και της σφαιρικής αντίληψης των όσων συμβαίνουν γύρω του τότε ούτε η Γλώσσα θα έχει μέλλον.

«Επειδή», όπως καταγράφει ο Κ. Τσιρόπουλος, «η γλώσσα είναι η ψυχή ενός Έθνους, η καρδιά ενός λαού, μέσα στις ιστορικές συγκυρίες, υποφέρει σαν άνθρωπος, αναπτύσσεται και κατακτά την αυτογνωσία της» το ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον πρέπει να δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες ώστε ένα παιδί να ακούει σωστά, να μιλά ορθά και να εκφράζεται με τρόπο ώστε αφενός να το αντιλαμβάνονται οι γύρω του, αφετέρου να νιώθει το βάρος που προκαλεί το εκτόπισμα της Γλώσσας.

Κυριάκος Σ. Κολοβός

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Παιδί και Σχολείο" της "Παγκύπριας Σχολής Γονέων"


Η Παιδεία επί ξυρού ακμής


«Μικρότερο κακό είναι η αγραμματοσύνη» είπε ο Αδαμάντιος Κοραής, «παρά η κακή και χωρίς μέθοδο εκπαίδευση». Άποψη που διατυπώθηκε από τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο του νεοελληνικού Διαφωτισμού σε καιρούς χαλεπούς, τόσο για την Ελλαδά όσο και για τον ευρωπαϊκό χώρο, σε εποχές που κυριαρχούσε η πολιτική αστάθεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός και που σήμερα είναι επίκαιρη παρά ποτέ.

Διότι, αν και η Πολιτεία μας παρουσιάζεται πολιτικά σταθερή και ευνομούμενη, με τη δημοκρατία να έχει εμπεδοθεί από όλους, εντούτοις, η αγραμματοσύνη ή η ελλιπής μόρφωση είναι το αποτέλεσμα κακών μεθόδων εκπαίδευσης, πειραματισμών ασκούμενων γραφειοκρατών – τεχνοκρατών και, ενίοτε, επικίνδυνα σκεπτόμενων πολιτικών.

Οι δρομολογούμενες αλλαγές στα βιβλία της Ιστορίας, η διαφαινόμενη αλλαγή του συστήματος πρόσληψης - αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, η αναδιάρθρωση του συστήματος εισαγωγής στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η ημιτελής προσαρμογή στο Ενιαίο Λύκειο και η εν γένει αναταραχή στους κόλπους της Παιδείας, ως απόρροια άστοχων πολιτικών κινήσεων και δηλώσεων, φέρουν τον τομέα αυτό επί ξυρού ακμής.

Το κάθε θέμα, από τα προρρηθέντα, αποτελεί από μόνο του ένα ολόκληρο κεφάλαιο που η ανάπτυξή του, ίσως, απαιτεί πολλές αράδες γραπτού λόγου. Γι’ αυτό θα φροντίσουμε να περιοριστούμε σε ένα φαινόμενο το οποίο όπως φαίνεται οι αρμόδιοι δεν έχουν πάρει είδηση ότι υφίσταται ή, κατά την κυπριακή, «παίζουν πελλόν ως πάρατζει». Το μεταβατικό στάδιο και η περίοδος χάριτος για προσαρμογή όλων στο σύστημα του Ενιαίου Λυκείου, καθώς και στις επιλογές που αυτό παρέχει μέσω των εξεταστικών διαδικασιών, θα έπρεπε να είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Εντούτοις, κάποιοι ευθυνοφυγάδες αντί να ενημερώνουν τους μαθητές και τους άμεσα ενδιαφερόμενους κρύβονται στα ωραία γραφεία τους και καθ’ έδρας αναπτύσσουν θεωρίες που καμία σχέση με την πραγματικότητα έχουν.

Η σωστή καθοδήγηση ενός μαθητή είναι έργο θεάρεστο και αποτελεί τον πυρήνα του λειτούργηματος του εκπαιδευτικού. Η άγνοια, όμως, του καθοδηγητή μπορεί να είναι λυσιτελής μέχρι και καταστροφική. Για να εξηγούμαστε, εκ των προτέρων, λέγοντας καθοδηγητής, αυτός μπορεί να είναι το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας, οι καθηγητές, που είτε κατ’ όνομα είτε κατ’ ουσία εμπλέκονται με τον «Επαγγελματικό Προσανατολισμό» των μαθητών ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς που αποτελούν τους πρώτους, φυσικούς παιδαγωγούς.

Σε πολλά σχολεία, αυτό τον καιρό, παρουσιάζεται το φαινόμενο, εν δυνάμει μαθητές της Β΄ Λυκείου, να αλλάζουν τα μαθήματά που είχαν δηλώσει, στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, και να τελούν υπό το καθεστώς σύγχυσης και πρωτοφανούς μπερδέματος. Ενώ στο σύστημα εισήχθησαν νέα μαθήματα και οι επιλογές έχουν διευρυνθεί, από πολλούς ακούγεται η φράση: «Μακάρι να ίσχυε το παλιό σύστημα!». Τι έκανε το παλιό σύστημα σε αντίθεση με το σημερινό; Βάσει των παλιών δεδομένων ο μαθητής από την Α΄ Λυκείου εντασσόταν στο σύστημα επιλογής μαθημάτων (Λ.Ε.Μ.) που εκών άκων τον οδηγούσαν σε συγκεκριμένες οδούς και ο ίδιος απλά είχε την ευελιξία, αν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τέτοια, να επιλέξει ένα μάθημα στη Β΄ Λυκείου. Μ’ αυτό τον τρόπο ο μαθητής οδηγούνταν σε διεκδίκηση συγκεκριμένων θέσεων σε καθορισμένα Πανεπιστήμια και Σχολές χωρίς να ζει με το άγχος της άλλης επιλογής.

Για παράδειγμα, ένας μαθητής του πρακτικού κλάδου μπορούσε να εισαχθεί σε σχολές Θετικών Επιστημών, Πολυτεχνικές ή Επιστημών Υγείας και να ανταποκριθεί πλήρως στα προκαταρκτικά μαθήματα των πρώτων εξαμήνων. Με το σημερινό σύστημα δύναται κάποιος να εξασφαλίσει θέση σε σχολή Χημείας χωρίς να έχει επιλέξει τη Χημεία ως βασικό μάθημα στο Λύκειο! Επίσης πολλοί μαθητές εξασφαλίζουν θέσεις μηχανικού σε σχολές των Τ.Ε.Ι. χωρίς να έχουν επιλέξει τα Μαθηματικά ως μάθημα κατεύθυνσης. Το αποτέλεσμα είναι για τα 2 πρώτα χρόνια των σπουδών τους να περνούν και πάλι από τη διαδικασία του ιδιωτικού φροντιστηρίου για να μάθουν αυτά που το τρύπιο σύστημα δεν μπόρεσε να τους παρέχει.

Αυτό που πρέπει να γίνει είναι η σωστή και σε βάθος ενημέρωση των μαθητών, από τα χρόνια του Γυμνασίου, για τις απαιτήσεις του κάθε επιστημονικού κλάδου και τις μετέπειτα προοπτικές του στην αγορά εργασίας. Ευτυχώς, τα σημερινά παιδιά, όσο και αν ορισμένοι τα υποτιμούν, έχουν το αισθητήριο για να κάνουν τις σωστές επιλογές. Αρκεί να τους δοθούν οι σωστές κατευθύνσεις!

Κυριάκος Κολοβός


Η κρίση του Ελλαδικού Πανεπιστημίου

Είναι φαεινότερον ηλίου πως οι μέρες που διερχόμαστε είναι οι πλέον κρίσιμες για το ελλαδικό πανεπιστήμιο, των τελευταίων ετών, ίσως, και δεκαετιών. Είναι η πρώτη φορά, που κυβέρνηση, από έναρξης της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, εμμένει μέχρι τέλους στις, ομολογουμένως, τολμηρές, σε κάποια σημεία, τομές που επιχειρεί να επιφέρει στον τομέα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Οι κύριοι πυλώνες του νέου νόμου πλαισίου μπορεί να κωδικοποιηθούν στα εξής 3 σημεία: Η ευκολότερη άρση του πανεπιστημιακού ασύλου, η οικονομική «αυτοτέλεια» των πανεπιστήμιων και η επανασύσταση, κατά κάποιον τρόπο, των ευθυνών του διαδακτικού προσωπικού καθώς και των υποχρεώσεων των φοιτητών.

Το πιο ακανθώδες από τα 3 θέματα είναι οι αλλαγές που προβλέπονται στον κανονισμό περί ασύλου, καθώς τροποποιείται ο υφιστάμενος νόμος 1268 του 1982. Με βάση τον ισχύοντα νόμο, άρση του ασύλου δύναται να καταστεί εφικτή μόνο με ομόφωνη απόφαση της αρμόδιας 3-μελούς επιτροπής του πανεπιστημίου (πρύτανης, εκπρόσωπος φοιτητών και εκπρόσωπος του διδακτικού προσωπικού) και μόνο κατά την διάπραξη αυτόφωρων εγκλημάτων ή εγκλημάτων κατά της ζωής.

Αναμφισβήτητα, η κατάσταση στα πανεπιστήμια έχει ξεφύγει από τον έλεγχο, με αποτέλεσμα κάθε ίδρυμα να καθίσταται εστία ταραξιών, αναρχικών και ατόμων προσκείμενων στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Το άσυλο, ή το «άβατον» εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς: Προστατεύει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και την ακαδημαική ελευθερία. Όταν όμως το δικαίωμα αυτό εκλαμβάνεται από κάποιους ως ευκαιρία υλοποίησης των δικών τους άνομων σχεδίων, χρησιμοποιώντας το χώρο των πανεπιστημίων ως ορμητήριο ή ως καταφύγιό τους, τότε αυτό ονομάζεται καταπάτηση των δικαιωμάτων των υπολοίπων.

Σύμφωνα με τον νόμο πλαίσιο που προωθείται στη «Βουλη των Ελλήνων» η άρση του ασύλου επιτρέπεται μόνο κατόπιν πρόσκλησης ή άδειας του αρμόδιου πρυτανικού συμβουλίου, που παίρνει απόφαση κατά πλειοψηφία. Επέμβαση δημόσιας δύναμης χωρίς την άδεια του συμβουλίου επιτρέπεται μόνο όταν διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή εγκλήματα κατά της ζωής. Είναι προφανές ότι σύγκριση του ισχύοντος νόμου με τον εν δυνάμει, δείχνει πόσο πιο εύκολα οι δυνάμεις καταστολής ή δημόσιες δυνάμεις θα επεμβαίνουν στα πανεπιστήμια.

Όσον αφορά τον προγραμματισμό, το νομοσχέδιο προβλέπει 4-ετές αναπτυξιακό οικονομικό πρόγραμμα για κάθε πανεπιστήμιο. Κατά συνέπεια, τα ιδρύματα καθίστανται πιο υπεύθυνα ως προς την διαχείρηση των οικονομικών τους, καθώς θα επιλαμβάνονται όλων τα θεμάτων οικονομικής φύσεως, από την τακτοποίηση των βιβλίων μέχρι τη φοιτητική μέριμνα. Με αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση, ουσιαστικά, ρίχνει όλο το βάρος της επιβίωσης του ιδρύματος στην ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα, καθώς την αναγκάζει να χαράξει τέτοια πολιτική στην οποία επιτρέπεται το πλεόνασμα, στο τέλος της 4-ετίας, αλλά απαγορεύεται το έλλειμα. Φυσικά, η προτεινόμενη ρήτρα δεν είναι πανάκεια. Αρκεί να αναφέρουμε πως στο προεκλογικό πρόγραμμα του Κ. Καραμανλή, τόσο το 2000 όσο και το 2004, ανάφερονται πολλά τα οποία δεν υιοθετούνται ούτε κατ’ ελάχιστον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η βιβλιοκάρτα: Ενώ στο πρόγραμμα, αφ’ ενός, γινόταν αναφόρα ότι πέραν των δωρεάν συγγραμμάτων ο φοιτητής θα διαθέτει κάρτα δανεισμού από τη βιβλιοθήκη του οικείου ιδρύματος συγγραμμάτων τα οποία θα περιλαμβάνονται στη βιβλιογραφία του κάθε μαθήματος, αφ’ ετέρου θα υπήρχαν σε πολλά αντίτυπα ώστε να επαρκούν για όλους τους φοιτητές. Η έκπτωση που γίνεται είναι πρόδηλη και έχουν δίκαιο οι φωνασκούντες περί κουτσουρέματος του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου.

Από τη μια η κυβέρνηση βλέποντας όλες τις δημοσκοπήσεις να την βγάζουν ενισχυμένη από αυτή τη διαδικασία εμμένει στο πλαίσιο νόμου. Από την άλλη, η κατάσταση ελέγχεται από όλους όσοι έχουν επαναπαυτεί στην πανεπιστημιακή ζωή του ’80, με αποτέλεσμα ο μόνος χαμένος να είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο. Λύση μπορεί να βρεθεί μόνο με διάλογο που να λαμβάνει υπόψη το νέο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι στο οποίο πρέπει να λειτουργούν τα πανεπιστήμια, αλλά και την ανάγκη η κοινωνία να μορφώνει στον καλύτερο δυνατό βαθμό τα μέλη της.

Κυριάκος Σ. Κολοβός




Δεν υπάρχουν σχόλια: