Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Στέλιος Καζαντζίδης: Δεκατέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του

Του Κυριάκου Σ. Κολοβού

«Είμαι τραγούδι, είμαι λαός, δεν είμαι σκλάβος κανενός...» Αυτός ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ασυμβίβαστος και ακλόνητος. Σταθερός επί αρχών. Σύμβολο στο πανελλήνιο. Η ζωή του, από τα αρχικά στάδιά της, δύσκολη. Τίποτα δεν του χαρίστηκε αλλά «με την αξία του κι όχι με ξένες πλάτες, περήφανα περπάτησε μες στη ζωής τις στράτες».

Γεννήθηκε στις 29/8/1931 στην Νέα Ιωνία. Παιδί του Χαράλαμπου και της Γεσθημανής, προσφύγων απ’ τον Πόντο, ο Στέλιος έζησε σε εποχές δύσκολες για την Ελλάδα. Σε ηλικία 14 ετών χάνει τον πατέρα του, στο λυκόφως του Εμφύλιου Πολέμου. Κάνει σωρεία δουλειών του ποδαριού. Με μια κιθάρα που του χαρίζεται από κάποιο αφεντικό της φάμπρικας κάνει τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι. Οδυνηρή εμπειρία η στρατιωτική του θητεία, καθώς τα φρονήματά του τον κατάτρεχαν, σε μια εποχή που το φακέλωμα αποτελούσε επάγγελμα των καθεστωτικών. Συνεπώς, ο Καζαντζίδης μέχρι τα 20 του χρόνια ήταν όντως ένας «απόκληρος». Με την ευθύνη του «προστάτη οικογενείας», σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, ορφανό παιδί κατατρεγμένων προσφύγων.

Ο Θεός, όμως, δεν τον είχε ξεχάσει. Παρά τον μετέπειτα προβληματισμό, που θέτει στον ομώνυμο δίσκο «Και πού Θεός;», ο Στέλιος αναδείχθηκε. Όπως όλοι οι πρωτοπόροι, και τα ταλέντα του εκάστοτε χώρου, δεν χάθηκε. Παρά τις αποτυχημένες δισκογραφικές προσπάθειες, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, και τις ερμηνείες τραγουδιών που είτε συνέπιπταν με τις φωνές άλλων ερμηνευτών ή δεν ταίριαζαν στο στυλ του, δεν άργησε να πάρει τον δρόμο του. Δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα πώς σε μερικά χρόνια η φωνή του έγινε πιο μεστή παρουσιάζοντας αλματώδη διαφορά στην ωριμότητα και στην χροιά. Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τη δεκαετία του 1960 η διαφορά είναι εμφανής.

Από το πρώτο τραγούδι του Καλδάρα -«Για μπάνιο πάω» , 1952- ο Καζαντζίδης έκλεισε τη δισκογραφική του διαδρομή το 2000 με το «Έρχονται χρόνια δύσκολα». Αυτή η πορεία δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Χρειάστηκε να συγκρουστεί με τα μεγάλα συμφέροντα και τις δισκογραφικές εταιρείες οι οποίες κέρδιζαν εκατομμύρια δραχμές ενώ οι συντελεστές των τραγουδιών μάζευαν τα ψίχουλα. Η αντιπαράθεση με την Coloumbia και την Minos EMI έμειναν στην Ιστορία. Τα εξαντλητικά συμβόλαια ανάγκασαν τον Καζαντζίδη σε «αφωνία». Η απόσυρση από το λαϊκό πάλκο το 1965, με αφορμή τον εκσφενδονισμό ενός ποτηριού προς το μέρος του από πελάτη του κέντρου διασκέδασης, είχε ως βαθύτερα αίτια τον κώδικα λειτουργίας της νύκτας και των ανθρώπων της.

Ο Καζαντζίδης ήταν άνθρωπος της μέρας. Η νύκτα δεν του ταίριαζε. Γι’ αυτό αποσύρθηκε επικοινωνώντας με τον κόσμο μόνο μέσω δισκογραφίας. Η συνεργασία με την Μαρινέλα, και η κοινή τους πορεία, είναι, ίσως, από τα πιο αξιοπρόσεκτα σημεία της καλλιτεχνικής, αλλά, και της προσωπικής του ζωής. Από μουσικής άποψης το πρώτο μισό της δεκαετία του 1970 ήταν το πιο παραγωγικό αλλά και το πιο ουσιαστικό για την παρακαταθήκη του. Το γεγονός ότι δισκογράφησε το «Νυκτερίδες κι αράχνες», «Την στεναχώρια μου», «Τον γυρισμό», «Τον γυάλινο κόσμο», «Το δρομολόι της ζωής», «Η ζωή μου όλη», το «Υπάρχω» και άλλα, φανερώνει ότι το βάρος που άφησε αυτή η εξαετία στο ελληνικό, λαϊκό τραγούδι, δια φωνής Στέλιου, είναι αξιοσημείωτο.

Η συνεργασία με τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Πυθαγόρα, στον δίσκο «Υπάρχω» (όπως είπε στην εισαγωγή ο Στέλιος απευθυνόμενος στον κόσμο, ‘(...) ο τίτλος αυτού του δίσκου είναι συμβολικός και αφορά εσάς και εμένα...’) το 1975, αποτέλεσε και την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου της δισκογραφικής παρουσίας του Στέλιου. Τα συμβόλαια που έγιναν δεσμά για τον ίδιο λύθηκαν το 1986 με την τροπολογία του αείμνηστου Αντώνη Τρίτση που απελευθέρωνε τους καλλιτέχνες από τους δυσβάστακτους όρους των εταιρικών συμβολαίων. Η επανάσταση του Καζαντζίδη ωφέλεσε όλο το στερέωμα. Ενώ μπορούσε να πλουτίσει πήγε κόντρα στο σύστημα και στο κατεστημένο. Σε συνέντευξή του στους «Ρεπόρτερ», της κρατικής τηλεόρασης, έδωσε ονόματα και περιέγραψε καταστάσεις. Το γεγονός ότι το τελευταίο μέρος της εκπομπής «κόπηκε», μετά από άνωθεν εντολή, δεικνύει του λόγου το αληθές.

Αν και η προσωπική του ζωή πέρασε από τρικυμίες κατάφερε να γαληνέψει οικογενειακά μετά το 1980 αφού παντρεύτηκε την κυρά-Βάσω. Ο Άγιος Κωνσταντίνος Φθιώτιδος κατέστη το απάγγειο του Στέλιου. Αν και διέμενε στην Ελευσίνα, εντούτοις, εκεί είχε τη βάρκα του και τις καλές του στιγμές. Ο δεύτερος δισκογραφικός κύκλος του σηματοδοτείται με τον «Δρόμο της επιστροφής»το 1987. Στη συνέχεια ξεχωρίζουν το «Βραδιάζει», «Τα αηδόνια του Πόντου», «Και πού Θεός», «Τα βιώματά μου», «Τραγουδώ» και το «Έρχονται χρόνια δύσκολα». Σ’ αυτό τον μεγάλο κύκλο ο Στέλιος ερμήνευσε (πρώτη εκτέλεση ή επανεκτέλεση) γύρω στα 800 τραγούδια. Αυτός ο αριθμός για έναν καλλιτέχνη που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα απείχε από τα δισκογραφικά δρώμενα είναι, επίσης, ασύλληπτος.

Καζαντζίδης και Κύπρος

Το ταλέντο του Καζαντζίδη είναι αδιαμφισβήτητο. Στην Κύπρο είναι αγαπητός και ο υπ’ αριθμόν ένα τραγουδιστής του Ελληνισμού. Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Η πανομοιότυπη πορεία του Στέλιου με την σύγχρονη ιστορία της Κύπρου δεν αποτελεί σχήμα λόγου. Η προσφυγιά, ο πόνος, η απομόνωση, η αδικία και εσχάτως η φτώχεια είναι κοινά στοιχεία και χαρακτηριστικά των δύο. Ο Στέλιος δεν ξεχνούσε την Κύπρο και τους Κυπρίους. Άλλωστε, είχε αρκετούς φίλους από το νησί, παρά το ότι δεν το είχε επισκεφθεί, μέχρι τις τελευταίες του στιγμές. Τραγούδησε σε στίχους Κώστα Βίρβου «Η Κύπρος είναι Ελληνική» και αφιέρωσε στους Κυπρίους τον δίσκο «Τα Βιώματα μου» (Τα βιώματά μου λιώνουν σίδερα, μια ζωή πονάω κι όμως τραγουδάω πάλι σήμερα...) όπως γράφει στην πίσω πλευρά του δίσκου: «Ο δίσκος αυτός είναι αφιερωμένος στους απανταχού Κυπρίους που με αγκάλιασαν με μια ιδιαίτερη αγάπη από τα πρώτα βήματά μου». Αυτή η ομολογία (το 1995) αντικατοπτρίζει τα αισθήματα του ανδρός για το νησί και τον κόσμο του.


Όσα κι αν γραφούν για τον Στέλιο είναι αδύνατον να καλύψουν το ταλέντο και το έργο του. Ακόμη και σήμερα, που από πολλούς θεωρείται ντεμοντέ, το ύφος και το εκτόπισμα των τραγουδιών του, λόγω διαχρονικότητας, είναι μοναδικά. Αν παρηγορούσε στη δεκαετία του 1960 τους ξενιτεμένους φαίνεται ότι η περιοδικότητα της μοίρας του Ελληνισμού κάνουν τα τραγούδια του Στέλιου επίκαιρα. Διότι, η φυγή προσφιλών προσώπων «με πίκρα στα ξένα» θα δώσει «ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι» με το διαβατήριο να είναι «πικρό σαν δηλητήριο». Τα τραγούδια του Στέλιου, πέραν της σκιαγράφησης όλων των φάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης, έχουν σαφές πολιτικό μήνυμα.  Το «Έρχονται χρόνια δύσκολα», μια προφητεία του Μάκη Ερημίτη, σε συνδυασμό με το «Ξέρω νεκρούς» (Ξέρω νεκρούς που μες στους δρόμους περπατούν / κοιτούν βιτρίνες, παζαρεύουν και ψωνίζουν / κάνουνε Πάσχα και τα έθιμα κρατούν / πληρώνουν φόρους και στις εκλογές ψηφίζουν) και « Στην Ελλάς του 2000» αποτυπώνουν εν πλήρη διαστάσει τη σημερινή εικόνα της ελληνικής κοινωνίας.

Δεκατέσσερα χρόνια μετά τον βιολογικό θάνατο του Στέλιου (14/9/2001) το κενό στην ελληνική δισκογραφία και μουσική εντείνεται διαρκώς. Τα τελευταία 10 χρόνια η έμπνευση φαίνεται να έχει στερέψει. Οι στιχουργοί και οι συνθέτες, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, φαίνεται ότι στριμώχνονται στο ίδιο βαγόνι της μουσικής βιομηχανίας. Η χρησιμοποίηση των ίδιων δρόμων, η προβλεψιμότητα του μινόρε στο ζεϊμπέκικο και η έλλειψη φαντασίας εμφανίστηκαν πριν ακόμη η οικονομική κρίση επικρατήσει. Ο Στέλιος ευτύχησε να συνεργαστεί με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής του. Από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τον Πυθαγόρα, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Πετρίδη, τον Άκη Πάνου, τον Νικολόπουλο, τον Μάνο Λοΐζο, τον Θεοδωράκη, τον Τάκη Σούκα, τον Βασιλειάδη, τον Παπαϊωάννου, τον Βίρβο και τόσους άλλους μέχρι τους βιρτουόζους τους μπουζουκιού Παπαδόπουλο και Παλαιολόγου. Από τους ανατολίτικους δρόμους και τον συνδυασμό 2 ή περισσοτέρων δρόμων σε ένα κομμάτι, με τη χρήση χρωματικών, τις διαφορετικές εισαγωγές και τον εμβολιασμό, πολλών εξ αυτών, με ταξίμι, προερχόμενα, κατευθείαν,  από τον νταλκά, τον πόνο, το μεράκι και το μαράζι του κόσμου. Όπως είπε και ο Στέλιος, στην κατακλείδα του τραγουδιού της Σώτιας Τσώτου, «Έι καπετάνιε», ‘Αυτά είναι τραγούδια κύριοι... Αυτά είναι τραγούδια...’.



Δεν υπάρχουν σχόλια: