Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Γρηγόρης Πιερή Αυξεντίου

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου γεννήθηκε στο χωριό Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου, στις 22 Φεβρουαρίου του 1928. Οι γονείς του ήταν ο Πιερής και η Αντωνού Αυξεντίου.
Ο Γρηγόρης μετά το δημοτικό σχολείο φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Είχε τρομερή αδυναμία στη Ιστορία. Όλοι εκείνοι οι τόμοι του Παπαρηγόπουλου κρέμονταν πάντα από τη μασχάλη του. Σχολίαζε, έκρινε, κατέκρινε τους ανθρώπους που έπλαθαν την ιστορία της Ελλάδας. Πολλές φορές διαφώνησε με τους καθηγητές του. Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της εποχής. Είχε, επίσης, έφεση στην λογοτεχνία. Αγαπημένος τους ποιητής ήταν ο Άγγελος Σικελιανός.

Το 1948 ως μαθητής της Γ’ Λυκείου υποδύθηκε το ρόλο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, όπως αυτός περιγράφεται στο έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη «Η 9η Ιουλίου 1821 εν Κύπρω». Ο τότε γυμνασιάρχης του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου δήλωσε, αργότερα: «Ο Γρηγόρης ήταν υπέροχος. Είχε ενθουσιάσει τους πάντες. Έπαιξε το ρόλο του Εθνομάρτυρα Κυπριανού και στη ζωή όπως και στο δράμα».

Το 1949 δίνει εξετάσεις για τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Εκείνη την εποχή, όμως, επισήμως όλοι έγραφαν στην καθαρεύουσα. Ο Αυξεντίου έγραψε έκθεση στη δημοτική πράγμα που δεν του έδωσε το πολυπόθητο εισιτήριο για τη Σχολή. Το πάθος του, όμως, ήταν τόσο μεγάλο που τον ώθησε στην εγγραφή του στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού. Έγραφε στο 1ο γράμμα που έστειλε στη μητέρα του: «Μη λυπάσαι μητέρα που έφυγα από την αγκαλιά σου, γιατί βρίσκομαι τώρα στην αγκαλιά της Ελλάδας, της πιο στοργικής μάνας όλου του κόσμου, που είναι υλικά φτωχή, αλλά ψυχικά η πλουσιότερη μάνα όλων των αιώνων».

Αφού αποφοίτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, έκανε τη στρατιωτική του θητεία στον 1° λόχο του 613 τάγματος πεζικού, στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950 βρίσκει τον Γρηγόρη στο Κέντρο Εκπαίδευσης Κορίνθου. Η αγωνία του για την κρισιμότητα των στιγμών  φαίνεται σε επιστολή που απέστειλε σε συμμαθητή του, προδιαγράφοντας την δική του πορεία: «Την Λευτεριά μας, το ιδανικό των ιδανικών μας, την υπόγραψα και ‘γω, όχι μόνον στο χαρτί μα φορώντας την τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου, και θα την υπογράψω όποιαδήποτε στιγμή το ζητήσει η Κύπρος μας, με το αίμα μου...».

Από τα σημαντικά γεγονότα της παραμονής του στην Ελλάδα ήταν η γνωριμία του με τον Κυριάκο Μάτση. Ο Μάτσης ως φοιτητής της Γεωπονικής Σχολής Θεσσαλονίκης ρίχνεται στον αγώνα της διαφώτισης του κόσμου στην Ελλάδα. Ο Αυξεντίου ως Ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού θαυμάζει τον Μάτση για την ευχέρια που έχει στο χειρισμό του λόγου και τα μέσα πειθούς που χρησιμοποιεί. Οι συζητήσεις τους πολύωρες και ατελείωτες. Οι διαδρομές τους παράλληλες που οδήγησαν και τους δύο στην αθανασία και στην αιωνιότητα. Διαισθάνονταν και οι δύο ότι η πορεία τους θα ήταν κοινή. Ο Αυξεντίου μύησε το Μάτση στον αγώνα. Ο Μάτσης, όταν συνόδευσε τον Αυξεντίου από τον Πενταδάκτυλο στην Πιτσιλιά του εκμυστηρεύτηκε: «Περάσαμε από έναν κίνδυνο. Γλιτώσαμε αυτή την κοινή δοκιμασία. Θα έχουμε και την ίδια τύχη». Πράγματι, το παράδειγμα του Αυξεντίου ακολούθησε ο Κυριάκος Μάτσης τον Νοέμβριο του 1958. Ενώ ο αγώνας έβαινε προς το τέλος του με αυταπάρνηση δεν ενέδωσε στα κελεύσματα του κατακτητή άλλα παρέμεινε στο κρυσφήγετό του μέχρι τέλους.


Τελειώνοντας τη θητεία του, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, στις 15/11/1952 επέστρεψε στην Κύπρο, όπου άρχισε να εργάζεται στα κτήματα του πατέρα του και σαν οδηγός, μεταφέροντας εργάτες από τη Λύση στη Δεκέλεια. Εκείνη την περίοδο αρραβωνιάζεται τη Βασιλική.
Τον Ιανουάριο του 1955 μυήθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. από τον Ανδρέα Αζίνα και είχε την πρώτη του επαφή με τον Αρχηγό της Οργανώσης Γεώργιο Γρίβα Διγενή στις 20/1/1955 στη Λύση. Αντί του καθιερωμένου όρκου, ο Αρχηγός δέχτηκε τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής.
Ο Αυξεντίου ήταν ο πρώτος τομεάρχης της ΕΟΚΑ στην περιοχή Αμμοχώστου. Μαζί με το φίλο, συμμαθητή και συναγωνιστή του Αντώνη Παπαδόπουλο καταφέρνουν να οργανώσουν την περιοχή Αμμοχώστου. Ξεκίνησε απο το Λιοπέτρι και την οικογένεια Παντελή, που έδωσε και τον πρώτο νεκρό του αγώνα, Μόδεστο Παντελή. Οργάνωσε τις επιθέσεις της 1ης Απριλίου 1955 στη Δεκέλεια και ενέπνευσε μετά την επικήρυξη του ολόκληρη την επαρχία Αμμοχώστου.
Δεν άργησε να γίνει ο υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενος από τους Άγγλους, οι οποίοι τον επικήρυξαν αρχικά με 250 λίρες. Στο άκουσμα του ποσού ο Αυξεντίου, γέλασε και είπε: «Άκου! Τόση είναι η αξία μου;». Στην συνέχεια, οι Άγγλοι αντιλαμβανόμενοι ότι είχαν να κάνουν με άτομο κλειδί στη δομή της Οργάνωσης τον επικήρυξαν με το υπέρογκο, για την εποχή, ποσό των 5.000 λιρών.

 Μετά την επικήρυξη του καταφεύγει στην οροσειρά τού Πενταδάκτυλου. Αρχικά πάει στον Καραβά όπου καλείται να οργανώσει, ουσιαστικά, την επαρχία Κερύνειας, που δεν είχε ακόμη μπει στη μάχη κατά του δυνάστη. Εκεί, στο μοναστήρι της Αχεροποιήτου, τον Ιούνιο του ’55, ο Παπάσταυρος Παπαγαθαγγέλου τους στεφανώνει με την αρραβωνιαστικιά του. Λίγες μέρες αργότερα κτυπά με την ομάδα του το στρατόπεδο της Αγύρτας, έχοντας απόλυτη επιτυχία.
Ακολούθως μετακινείται στην περιοχή Ακανθούς. Η προδοσία όμως, από άτομο που μπήκε στην ομάδα του, τού στοίχησε την αρχηγία του τομέα και την μετακίνηση του στην περιοχή Πιτσιλιάς.

Στα Σπήλια, στις 11 Δεκεμβρίου 1955 δύο ομάδες Βρεττανών στρατιωτών κατευθύνονταν σε ύψωμα πάνω από το χωριό, όπου βρισκόταν ο Αυξεντίου με μερικούς συναγωνιστές του. Πιο πίσω βρισκόταν ο Αρχηγός Διγενής με τους επιτελείς του με ορατό τον κίνδυνο της σύλληψής του. Ο Αυξεντίου με τη στρατιωτική οξυδέρκεια που τον διέκρινε, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, αφού εδιωξε τους συντρόφους του, την κατάλληλη στιγμή πυροβόλησε εναντίον των 2 ομάδων. Οι Άγγλοι νομιζόμενοι ότι βάλλονταν από άντρες της ΕΟΚΑ ξεκίνησαν να αλληλοσπαράσσονται με απότελεσμα το θάνατο και τον τραυματισμό δεκάδων.
Μέσα στην Οργάνωση είχε το ψευδώνυμο «Ζήδρος». Είχε, επίσης, τα ψευδώνυμα «Ρήγας», «Αίαντας», «Άρης», «Μάστρος», «Ανταίος» και «Ζώτος» Ήταν ηγετική φυσιογνωμία και διέθετε οργανωτικές και στρατιωτικές αρετές.
Στις 31 Δεκεμβρίου του 1956, παραμονή Πρωτοχρονιάς, κυκλώνεται μαζί με τα παλικάρια του στο χωριό Ζωοπηγή και ακολουθεί σφοδρή σύγκρουση. Ο Αυξεντίου τραυματίζεται, αλλά διαφεύγει, αφήνει όμως νεκρό πίσω, τον συναγωνιστή του Μάκη Γεωργάλλα.
Η τελευταία πράξη του βίου του ήρωα - υπαρχηγού της ΕΟΚΑ και «σταυραετού του Μαχαιρά» παίκτηκε στις 3 Μαρτίου του 1957:
Οι Άγγλοι στρατιώτες, μετά από προδοσία, περικύκλωσαν το κρησφύγετό του κοντά στην Μονή Μαχαιρά. Ο Γρηγόρης φώναξε τότε:«Σύντροφοι, ο θεός να με βγάλει ψεύτη, προδοθήκαμε». «Αρχηγέ, μαζί σου και στον θάνατο» ψιθύρισαν όλοι. Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν την κουβέντα τους και οι στρατιώτες έφθασαν στην είσοδο του κρησφύγετου. Φώναξαν στους άνδρες να παραδοθούν όμως καμία απάντηση. Η μάχη κράτησε για ώρες. Στην ομάδα του ήταν οι Ανδρέας Στυλιανού, Αυγουστής Ευσταθίου, Αντώνης Παπαδόπουλος και Φειδίας Συμεωνίδης, τους οποίους, όμως, διέταξε να βγουν από το κρησφύγετο και να παραδοθούν για να σωθούν, ενώ αυτός έμεινε και πολέμησε μόνος επί 10 ώρες τους εχθρούς, τραυματισμένος από θραύσμα χειροβομβίδας.
«Εσείς να βγείτε», είπε ο Γρηγόρης στους άνδρες του, «Θα σας χρειαστεί αλλού η πατρίδα. Εγώ πρέπει να μείνω εδώ για να πολεμήσω για την πατρίδα μας». Ο ίδιος αποφασισμένος να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Άγγλων έκανε πράξη αυτό που πρώτος ενστερνίστηκε: «Αν εμείς που λεγόμαστε αρχηγοί, δε θελήσουμε να εκτεθούμε σε κίνδυνο, πώς θα τολμήσουν αυτά τα νέα παιδιά να αντισταθούν στον εχθρό; Αρκετή υπηρεσία πρόσφερα διδάσκοντας πώς να κρατάνε το όπλο και να πολεμούν. Πρέπει όμως να τελειώσω διδάσκοντάς τους και πώς να πεθαίνουν».
Σε προτροπές τών Άγγλων να παραδοθεί είχε μόνο μία απάντηση να δώσει «Μολών Λαβέ». Αμέσως, τέσσερις στρατιώτες όρμησαν μέσα στην σπηλιά. Ο Αυξεντίου τους υποδέχτηκε με καταιγιστικά πυρά. Οι τρεις Βρετανοί οπισθοχώρησαν έντρομοι, ο τέταρτος, ένας δεκανέας, έπεσε νεκρός. Σύμφωνα με μαρτυρία του συμπολεμιστή του Αυγουστή Ευσταθίου, που μετά τη ρίψη χειροβομβίδας στο κρησφύγετο επέστρεψε, με υπόδειξη των Άγγλων, για να διακριβώσει αν ο Αυξεντίου ήταν ζωντανός και να τον πείσει να παραδοθεί. Ο Αυγουστής προτίμησε να μείνει μαζί με τον αρχηγό του. Ο Γρηγόρης φώναξε: «Τώρα είμαστε δύο. Ελάτε να μας πάρετε». Και η μάχη συνεχίστηκε ως το απόγευμα. Προσπάθειά τους ήταν να κρατήσουν τη μάχη μέχρι να νυχτώσει και επωφελούμενοι από το σκοτάδι να διαφύγουν. Οι Άγγλοι στρατιώτες, που αντιλήφθηκαν τον σκοπό τους, περιέλουσαν το κρησφύγετο με βενζίνη, το πυρπόλησαν και έκαψαν ζωντανό τον Αυξεντίου, ενώ ο Αυγουστής Ευσταθίου, με εγκαύματα, επιχειρεί έξοδο και συλλαμβάνεται. Οι εμπρηστικές βόμβες λαμπαδιάζουν τα πάντα. Έτσι, καιόμενος σαν λαμπάδα, έπεσε ο Γρηγόρης Αυξεντίου, μένοντας στην αιωνιότητα ως το σύμβολο του κυπριακού αγώνα που προέρχεται από την αρχαιότητα, κάνοντας πράξη τα λόγια του αρχηγού στην πρώτη προκήρυξή του: «Εάν οι δυνάσται μας δεν θέλουν να αποδόσουν την λευτεριά μας, μπορούμεν να τη διεκδικήσωμεν με τα ίδια μας τα χέρια και με το αίμα μας».


Ο Πατέρας του Γρηγόρη Αυξεντίου, Πιερής θα αποτυπώσει τον πόνο του σε δίστιχα:
Εσύ που εθυσίασες το άνθος της ζωής σου
ξύπνα να δεις τι γίνεται, σ’ εσέ και στους γονείς σου.

Σε όλες τις βουνοπλαγιές, έκτισες τη φωλιά σου
Και πέταγες και σκέπαζες όλους με τα φτερά σου.

Τον βρήκαν με την προδοσιάν, με του τυρράνου δώρα
Κι ελπίζω να τιμωρηθούν, αυτοί σαν έλθει η ώρα.

Γιατί ο ππαράς της προδοσιάς εν κοφτερό μασιαίριν
τζι’ όποιος τον πιάσει αυτοκτονεί με το δικόν του σιέριν.

Πας στα βουνά του Μασιαιρά και εις τες 3 του Μάρτη
ήτουν μια μέρα συμφοράς κοντά σε μένα να ‘ρτει.


Η μάνα του Αντωνού Αυξεντίου δε θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη αλλά σα σύγχρονη Σπαρτιάτισσα γράφει για τον γιο της:

Χαλάλιν της Πατρίδας μου, ο γιος μου, η ζωή μου
τζι’ αφού εν επαραδόθηκεν
τζι’ έμεινε τζαι σκοτώθηκε,
ας έσιει την ευτζήν μου.


ΑΘΑΝΑΤΟΣ!

Κυριάκος Κολοβός

Δεν υπάρχουν σχόλια: