Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Από «Τα σχέδια λύσης του Κυπριακού»

Του Κυριάκου Κολοβού

Σημαντικό πόνημα μπορεί να θεωρηθεί, για τη βιβλιογραφία που καταπιάνεται με το Κυπριακό, το βιβλίο του Νίκου Χριστοδουλίδη, «Τα σχέδια λύσης του Κυπριακού (1948-1978)». Η σημαντικότητά του έγκειται στα συμπεράσματα τα οποία εξάγονται από τoν συγγραφέα για τις προσπάθειες επίλυσης μέχρι το 1978. Αυτά τα συμπεράσματα καθίστανται κρίσιμα λόγω της θέσης τού συγγραφέα στη σημερινή διαπραγματευτική ομάδα∙ εξ απορρήτων συνεργάτης του Προέδρου Αναστασιάδη, με δημοσιεύσεις, αναλυτικές μελέτες και έρευνα επί του Κυπριακού είναι από τους αντιπροσώπους της νέας γενιάς ακαδημαϊκών που υπηρετούν ένα ανοικτό πρόβλημα, και είναι σε θέση να προβλέψει κινδύνους ή να εντοπίσει το ιστορικό ανάλογο.

Με αναλυτικό τρόπο και πλούσια βιβλιογραφία, παραπομπές σε ελληνικές και ξένες πηγές, ο Ν. Χριστοδουλίδης διασταυρώνει τις διάφορες σχολές σκέψεις με αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο. Αναλύει, παραθέτει και εν τέλει καταθέτει άποψη από ιστορικής πλευράς, με πολιτική χροιά, χωρίς να  προσπαθεί να χειραγωγήσει τα γεγονότα.
Σταχυολογώντας τα συμπεράσματα του συγγραφέα, για τις προσπάθειες επίλυσης μέχρι το 1978, καταγράφονται τα εξής:

1.  Απαύγασμα και κύριο συμπέρασμα της όλης μελέτης παρουσιάζεται η κατά καιρούς ανάγκη διευθέτησης του Κυπριακού ως απόρροια των «αναγκών» των εξωγενών παραγόντων. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η Βρετανία ήθελε να διασφαλίσει τα συμφέροντά της μετά την απώλεια του Σουέζ, οι ΗΠΑ να εξασφαλίσουν το ισοζύγιο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, ενώ κι αυτή η Σοβιετική Ένωση θα χρησιμοποιήσει, ενίοτε προς όφελός της, τον ειδικό ρόλο της στο πρόβλημα (σσ. 237-247).

2.      «Προκύπτει ξεκάθαρα η τουρκική σταθερότητα στόχων και επιδιώξεων σε σχέση με τη μορφή και το περιεχόμενο λύσης του Κυπριακού Ζητήματος […]. Διαπιστώνεται αβασάνιστα η προσήλωση της Άγκυρας σε ξεκάθαρους στόχους. Από το 1956 και εντεύθεν γίνεται σαφές ότι στόχος της είναι η επίτευξη διχοτομικής λύσης. Παράλληλα, διακρίνεται ευελιξία αλλά και ευρηματικότητα ως προς τις τεχνικές σταδιακής προσέγγισης του απώτερου στόχου» (σ. 247).

3.  «Την ίδια στιγμή, Ελληνοκύπριοι και Ελλάδα θα παραμείνουν για χρόνια στην ίδια νεφελώδη κατάσταση, κάπου μεταξύ του ευκταίου και του εφικτού, του διακαούς πόθου και της ψυχρής πραγματικότητας. […] Με τις πράξεις ή τις παραλείψεις της (η ελληνική πλευρά) ενίσχυε την τάση των εξωγενών παραγόντων» (σ. 250).

4.  Στο ερώτημα κατά πόσον υπήρξαν «χαμένες ευκαιρίες», ο συγγραφέας τείνει σε μη καταφατική απάντηση, αφού όπως υποστηρίζει προτάσεις που δεν υποβλήθηκαν προς έγκριση/απόρριψη δεν συνιστούν «χαμένες ευκαιρίες» (σ. 252).

5.  «Τα λιγότερα ισχυρά κράτη δέχονται εξωτερικές πιέσεις και επιρροές. Ένα κράτος όμως μπορεί τουλάχιστον να μετατρέπει τις επιρροές σε ευκαιρίες, μετριάζοντας τον ιδανικό για εκείνο σκοπό» (σ. 254).

Καταγράφοντας τα συμπεράσματα του Νίκου Χριστοδουλίδη, έχοντας υπόψη τη νέα διαδικασία που προέκυψε μετά το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου, δεν παρατηρείται μεγάλη απόκλιση στη στοχοθεσία των μερών από την ως άνω παρουσιασθείσα. Η Κύπρος, μέλος της ΕΕ, προσέρχεται σε έναν ενδοκυπριακό διάλογο, με δεδηλωμένη τη θέση της Τουρκίας, στα θέματα «Ασφάλειας και Εγγυήσεων», και τον αμιγώς διχοτομικό προσανατολισμό που θέλει να προσδώσει στη λύση. Οι Άγγλοι δεν κάνουν ιδιαίτερα εμφανή την παρουσία τους, αλλά τα δικά τους συμφέροντα είναι διασφαλισμένα με τις πρόσφατες συμφωνίες Αναστασιάδη-Κάμερον στο Λονδίνο. Οι ΗΠΑ, έχοντας αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων, παίζοντας μεταξύ δύο εταίρων τους στο ΝΑΤΟ, θα κινηθούν στη λογική τού «όλοι κερδισμένοι». Η ελληνική πλευρά για άλλη μια φορά διολισθαίνει από προηγούμενες θέσεις της με τον συντονισμό Αθηνών-Λευκωσίας να γίνεται μόνο σε επίπεδο μέσων ενημέρωσης.

Συνεπώς, τι άλλαξε στα τόσα χρόνια ύπαρξης του Κυπριακού; Σχεδόν τίποτε, σε επίπεδο στρατηγικής των διαφόρων παικτών. Τα συμπεράσματα των μελετών του Χριστοδουλίδη μπορούν να ιδωθούν από την εξής οπτική γωνία-ερμηνεία: Οι «χαμένες ευκαιρίες» είναι ένα εκβιαστικό blame game. Η Τουρκία με αμετάθετο στόχο τη λύση διχοτομικού περιεχομένου δεν θα παύσει αν δεν το καταφέρει. Η ελληνική πλευρά θα υποκύψει στις πιέσεις των εξωγενών παραγόντων που εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα και θα νιώθει τυχερή αν μέρος των στόχων της συγκλίνουν με τους σχεδιασμούς των τρίτων.



Δεν υπάρχουν σχόλια: