Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου;

Αν θεωρήσουμε ότι η γλώσσα είναι από τα ισχυρότερα μέσα έκφρασης του ανθρώπου, που τον κάνουν διακριτό μεταξύ πολλών άλλων, τότε, δικαιολογημένα, ο προβληματισμός τού Ελύτη μπορεί να θεωρηθεί υπαρξιακός. Γι’ αυτό, άλλωστε, το ποίημα «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική», από την ποιητική συλλογή «Άξιον Εστί»- στο οποίο ανήκει ο τίτλος του γραπτού μας- θεωρείται από τα πλέον γνωστά για την έκφραση της ανησυχία για την εξέλιξη της Γλώσσας, αλλά και για την ευθύνη που ο ίδιος ο ποιητής φέρει ώστε αυτό που κληρονόμησε από... τον Όμηρο, να το κληροδοτήσει αλώβητο και ισχυρότερο στις επόμενες γενιές («Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...»).

Ο προβληματισμός του Ελύτη είναι διαχρονικός και πρέπει να μας απασχολεί αδιάλειπτα. Στο ίδιο μήκος κύματος η ανησυχία του Διονύσιου Σολωμού: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Η γλώσσα κινδύνευε όταν υπήρχε γενικότερα μια έκρυθμη, σε ό,τι αφορούσε την επιβίωση του Ελληνισμού, κατάσταση. Πέρασε μέσα από τις συμπληγάδες των κατακτητών, των σφετεριστών και των πολιτιστικών τυχοδιωκτών που προσπάθησαν να τη δηώσουν με απώτερο σκοπό τον πολιτιστικό εκμαυλισμό και τον εθνικό εξευτελισμό. Αν και στις μέρες μας, στον ελλαδικό χώρο, δεν παρατηρούνται ανάλογες συνθήκες, εντούτοις, τα έργα και ημέραι των υπεύθυνων για τα ζητήματα αυτά δεν δηλούν τη δέουσα ανησυχία στον τομέα αυτό.

Η ελληνική, η οποία αποτελεί μέρος των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, μετά την ανεξαρτητοποίησή της από αυτόν το σκληρό πυρήνα, επανήλθε ώστε να συνδράμει την κατασκευή και λειτουργία των λατινικών και των σλαβικών γλωσσών. Τους δύο προηγούμενους αιώνες, στην Ελλάδα, έκανε πολύ έντονη την παρουσία του το «γλωσσικό» ζήτημα καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ «καθαρευουσιάνων» και «δημοτικιστών» έγινε μέγα ζήτημα με πολιτικές προεκτάσεις που δίχασε τη χώρα σε δύο στρατόπεδα. Χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ δύο πανεπιστημιακών, που ανήκαν στις αντίπαλες πλευρές.

Δημοτικιστής: Να σκάσουν οι οχτροί μας!
Καθαρευουσιάνος: Σκασάτωσαν!

Ο Σεφέρης στο κείμενό του με τίτλο «Ελληνική Γλώσσα» (1937) αναφερόμενος στον πιο πάνω προβληματισμό σημειώνει εμφαντικά: «Το μόνο μέσο που βρίσκεται στη διάθεσή μας για να εκφράσουμε τη σκέψη [...] είναι αυτή η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας, και που δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική μήτε τα "νεοελληνικά", αλλά η σημερινή ελληνική γλώσσα».

Το γλωσσικό ζήτημα, λύθηκε το 1976 μετά από νομοθετική ρύθμιση. Παρατηρούμε ότι στα πλαίσια της γενικότερης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, σε μεταπολιτευτικό επίπεδο, εντάχθηκε στις γενικότερες αλλαγές που επήλθαν στην Ελλάδα. Η πτώση της χούντας, η κατάργηση της βασιλείας, η προσπάθεια εκδημοκρατισμού και διαφυγής από τον υπέρμετρο συντηρητισμό επέβαλαν τη δημοτική (ή δημώδη), την καθομιλουμένη, ως εξέλιξη της Κοινής. Αν και η καθαρεύουσα είχε ως αποστολή τη χρήση αμιγώς ελληνικών λέξεων και τον παραγκωνισμό των όποιων ξενικών είχαν παρεισφρύσει στο ελληνικό λεξιλόγιο, εντούτοις, οι προσπάθειες για καθιέρωσή της δεν τελεσφόρησαν. Γι’ αυτό όσοι λογοτέχνες – ποιητές (π.χ. Ψυχάρης), δημοσιογράφοι (π.χ. Πασαλάρης) χρησιμοποιούσαν δημοτική εν καιρώ επικράτησης της καθαρεύουσας, θεωρούνταν επαναστάτες, ιδεολόγοι και προοδευτικοί.

Το κυριότερο αρνητικό που μπορεί κανείς να διακρίνει, με τον παραμερισμό της καθαρεύουσας, είναι ότι επήλθε μια αταξία στον προφορικό, περισσότερο, λόγο. Η παρατήρηση αυτή γίνεται εντονότερη αν ανατρέξει κανείς σε αρχεία που αφορούν τις δεκαετίες πριν το 1980. Ανασκοπώντας το φαινόμενο, από τα ψηφιακά αρχεία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών ή ακόμα και των εφημερίδων πώς οι πολιτικοί έχουν απλοποιήσει το λεξιλόγιό τους και πώς οι τεχνοκράτες εκφράζονται προκειμένου να γίνουν πιο προσιτοί, εξάγουμε αβίαστα το συμπέρασμα ότι η απλοποίηση προσεγγίζει την υπέρ-απλούστευση που είναι επίσης επικίνδυνη για τη λήψη των επιδιωκόμενων μηνυμάτων.

Έρευνες που γίνονται κατά καιρούς, από επιστημονικούς φορείς (βλ. Μετσόβιο Πολυτεχνείο κλπ), με τα ίδια κριτήρια στάθμισης, προκειμένου να μην αλλοιώνονται ποιοτικά οι προς διερεύνηση παράμετροι, καταδεικνύουν ότι το εύρος του λεξιλογίου των Νεοελλήνων συρρικνούται από δεκαετία σε δεκαετία, με αποτέλεσμα σήμερα να χρησιμοποιούνται κατά μέσο όρο μερικές εκατοντάδες διαφορετικών λέξεων. Η γλώσσα διατρέχει διάφορους κινδύνους: Στο καθημερινό μας λεξιλόγιο έχουν επικρατήσει κάποιες βασικές λέξεις που μας επιτρέπουν τη συνεννόηση, στο περίπου, με τους γύρω μας. Οι ξένες λέξεις τείνουν να αλλοιώσουν και να αντικαταστήσουν τις ελληνικές, με αποτέλεσμα στα κατοπινά χρόνια να χρειάζεται , ίσως, να τις χρησιμοποιούμε σε μορφή αντιδανείου. Οι λέξεις και οι φράσεις αργκό δίνουν μια νέα, μεταμοντέρνα μορφή στη γλώσσα που έχει την αξία ενός κώδικα που είναι έωλος και ανυπόστατος από ετυμολογικής και σημασιολογικής σκοπιάς.

Τι απαντάται στην Κύπρο

Η κατάσταση στην Κύπρο δε θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Ίσως να είναι χειρότερης μορφής εν σχέσει με την κρατούσα κατάσταση στον ελλαδικό χώρο. Η «ανισσοροπία» μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου σε συνδυασμό με την ξενομανία, που παρατηρείται στη χρήση του προφορικού λόγου, δημιουργούν στους περισσότερους πρόβλημα επικοινωνίας δια της γραπτής οδού. Όπως έχει γράψει πολλές φορές ο έγκριτος δημοσιογράφος Σ. Ιακωβίδης έχουμε μετατραπεί σε κοινωνία του ‘χαλόου’ και του ‘θένκου’.

Η συζήτηση για τη σωστή χρήση της ελληνικής αναπτύσσεται, ως επί το πλείστον, άμα τη ανακοινώσει των αποτελεσμάτων των Νέων Ελληνικών. Τότε αντιλαμβανόμαστε ως κοινωνία ότι υφίσταται σοβαρό πρόβλημα λεξιπενίας και αλαλίας, εξαιτίας του χαμηλού μέσου όρου που επιτυγχάνει το σύνολο των διαγωνιζόμενων. Προσπαθούμε κάθε φορά να αναλύσουμε τα αίτια, γυροφέρνουμε το θέμα για μια-δυο εβδομάδες και η επόμενη φορά που ανακύπτει και αναζοπυρώνεται η συζήτηση είναι στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της επόμενης χρονιάς.

Είναι φυσικό μια κοινωνία που σπάζει τα νούμερα τηλεθέασης, «μορφώνεται» από τις διάφορες τηλεοπτικές σειρές (σίριαλ) και τηλενουβέλες και σχηματίζει γνώμη παρακολουθώντας «κακά» τηλεοπτικά δελτία ειδήσων ή τα δελτία παραειδήσεων και παραπληροφόρησης, τα αποκυήματα των μεσημβρινών κουτσομπολίστικων εκπομπών, να είναι επιρρεπής στα νεόφερτα και ξενόφερτα ακούσματα. «Μου τη σπας αλλά κάτσε μη φρικάρω που θα σε φάω στη μάπα». Αυτό αποτελεί ένα δείγμα πώς οι κουβέντες που ειπώνονται στα στέκια των Αθηνών, και όχι μόνον, δια του μιμητισμού και του πιθηκισμού φτάνουν μέχρι και την Κύπρο.

Στον αντίποδα, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτός ο συγχρωτισμός, είτε δια ζώσης είτε μέσω των ΜΜΕ, έχει τα θετικά του στοιχεία: Θυμόμαστε ότι τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκαν τα κινητά τηλέφωνα η ορολογία που κατά κόρον χρησιμοποιείτο στην Κύπρο, για τον προσδιορισμό τους, ήταν «μόπαϊλ» (mobile). Με το πέρασμα του χρόνου η επίδραση από την Ελλάδα έφερε, αναφανδόν, αποτελέσματα∙ μια ελάχιστη μειοψηφία χρησιμοποιεί πλέον την ξενική ορολογία καθώς οι πλήστοι κάνουν «χρήση» του κινητού τους.

Παιδεία και Οικογένεια

Η διατήρηση και ενίσχυση της Γλώσσας είναι πρώτιστα θέμα Παιδείας. Το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα έχει το δικό του ρόλο να επιτελέσει, αλλά όσες τροποποιήσεις και να γίνουν, στο μορφωτικό πεδίο που η Πολιτεία προσπαθεί να δημιουργήσει, αν ο ίδιος ο άνθρωπος δεν αυτενεργεί στη μόρφωση και στην επιμόρφωση, δε διαβάζει, δε συζητά, δεν μπαίνει στη βάσανο της ολοκλήρωσης και της σφαιρικής αντίληψης των όσων συμβαίνουν γύρω του τότε ούτε η Γλώσσα θα έχει μέλλον.

«Επειδή», όπως καταγράφει ο Κ. Τσιρόπουλος, «η γλώσσα είναι η ψυχή ενός Έθνους, η καρδιά ενός λαού, μέσα στις ιστορικές συγκυρίες, υποφέρει σαν άνθρωπος, αναπτύσσεται και κατακτά την αυτογνωσία της» το ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον πρέπει να δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες ώστε ένα παιδί να ακούει σωστά, να μιλά ορθά και να εκφράζεται με τρόπο ώστε αφενός να το αντιλαμβάνονται οι γύρω του, αφετέρου να νιώθει το βάρος που προκαλεί το εκτόπισμα της Γλώσσας.

Κυριάκος Σ. Κολοβός

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Παιδί και Σχολείο" της "Παγκύπριας Σχολής Γονέων"



Οδυσσέας Ελύτης